Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Στοιχεία αφηγηματολογίας


Σε κάθε λογοτεχνικό έργο η αφηγηματολογία προσπαθεί να απαντήσει σε τρεις 
ερωτήσεις: ποιος αφηγείται, τι αφηγείται και πώς. Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα οδηγούν 
στην ανεύρεση των αφηγηματικών τεχνικών του κειμένου.
Α. Ποιος αφηγείται
Κάθε κείμενο το έχει γράψει κάποιος συγγραφέας. Στο κείμενο κάποιος αφηγείται, εκθέτει μια 
υπόθεση, δηλαδή ο αφηγητής. Στη σύγχρονη αφηγηματολογία έχει γίνει σαφές ότι συγγραφέας 
και αφηγητής είναι διαφορετικό πρόσωπο (με εξαίρεση την αυτοβιογραφία και τα 
απομνημονεύματα). Ο συγγραφέας συνήθως στις λογοτεχνικές αφηγήσεις αποστασιοποιείται 
από την ιστορία που γράφει και αναθέτει σε κάποιον άλλο την αφήγηση, δηλαδή τον αφηγητή 
που δεν ανήκει στην πραγματική ζωή αλλά αποτελεί μέρος του πλασματικού, φανταστικού 
κόσμου που δημιουργεί ο συγγραφέας.
Τύποι αφηγητή με κριτήριο τη συμμετοχή του αφηγητή στην ιστορία
I. ομοδιηγητικός: ο αφηγητής είναι ένα από τα πρόσωπα της αφήγησης, συμμετέχει στην 
ιστορία ως βασικός ήρωας ή ως πρωταγωνιστής ή ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας. 
Αν πρόκειται για ήρωα του δικού του αφηγήματος ονομάζεται αυτοδιηγητικός.
II. ετεροδιηγητικός: ο αφηγητής δε συμμετέχει καθόλου στην ιστορία που αφηγείται 
(τριτοπρόσωπη αφήγηση).
Αντίστοιχα η αφήγηση ονομάζεται ομοδιηγητική, αυτοδιηγητική και ετεροδιηγητική.
 Τύποι αφηγητή με κριτήριο τα αφηγηματικά επίπεδα (κατά τον Grenette )
Αφηγηματικά επίπεδα
I. εξωδιηγητικό: συγκροτείται από την αφήγηση γεγονότων που είναι εξωτερικά σε σχέση 
με το κείμενο, πρόλογοι, εισαγωγές.
II. διηγητικό η ενδοδιηγητικό: γεγονότα της κύριας αφήγησης, π.χ. Ο Οδυσσέας στο νησί 
της Καλυψώς μέχρι την άφιξη στην Ιθάκη.
III. μεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό: η δευτερεύουσα αφήγηση που εγκιβωτίζεται στην κύρια 
αφήγηση, π.χ. τα γεγονότα που διηγείται ο Οδυσσέας στους Φαίακες.
Άρα αντίστοιχα οι αφηγητές είναι τριών ειδών: 
I. εξωδιηγητικός: αφηγείται τα γεγονότα που συνιστούν το κείμενο και ονομάζεται έτσι 
γιατί «βγαίνει» από την ιστορία για να τη διηγηθεί, αφού πια αυτή έχει συντελεστεί 
(αφηγητής α’ βαθμού)
II. ενδοδιηγητικός: βρίσκεται μέσα στην ιστορία και διηγείται τα γεγονότα που συνιστούν 
κύρια αφήγηση και ονομάζεται έτσι γιατί είναι πάντα ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας 
(αφηγητής β’ βαθμού).
III. μεταδιηγητικός: βρίσκεται μέσα στη δευτερεύουσα ιστορία, αφηγείται μια άλλη ιστορία.Τύποι αφηγητή με κριτήριο το αφηγηματικό επίπεδο και τη συμμετοχή στην ιστορία
I. εξωδιηγητικός – ετεροδιηγητικός: ο αφηγητής α΄βαθμού που αφηγείται σε γ΄πρόσωπο 
μια ιστορία στην οποία δε συμμετέχει, π.χ. ο αφηγητής της Οδύσσειας (Όμηρος).
II. εξωδιηγητικός – ομοδιηγητικός : ο αφηγητής α’ βαθμού που αφηγείται την κύρια ιστορία 
που αποτελεί και την προσωπική του ιστορία, π.χ. ο αφηγητής στο Αμάρτημα της μητρός 
μου (ο Γιωργής) και ο αφηγητής στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου (Κοζάκογλου).
III. ενδοδιηγητικόε – ετεροδιηγητικός: ο αφηγητής β΄βαθμού που ανήκει στην κύρια ιστορία 
και αφηγείται μια δευτερεύουσα ιστορία στην οποία δε συμμετέχει, π.χ. η Σεχραζάτ στις 
Χίλιες και μία νύχτες.
IV. ενδοδιηγητικός – ομοδιηγητικός: ο αφηγητής β’ βαθμού που ανήκει στην κύρια ιστορία 
και αφηγείται την προσωπική του ιστορία, π.χ. η μητέρα του Γιώργη στο Αμάρτημα της 
μητρός μου που αφηγείται το αμάρτημά της.
Τύποι αφηγητή με κριτήριο την οπτική γωνία
Οπτική γωνία: η σκοπιά μέσα από την οποία βλέπει, αντιλαμβάνεται τα δρώμενα ο αφηγητής 
και η απόσταση που παίρνει από τα πρόσωπα ή πράγματα (ανάλογα με τον χαρακτήρα του, τον 
τρόπο σκέψης του κτλ)
Εσωτερική: αφηγείται ο βασικός ήρωας ή ένα δευτερεύον πρόσωπο όσα υποπίπτουν στην 
αντίληψή του.
Εξωτερική: ο αφηγητής βρίσκεται έξω από την υπόθεση (γ΄πρόσωπο)
Τύποι αφηγητών:
I. Παντογνώστης: γνωρίζει τα πάντα, ακόμη και τις σκέψεις των προσώπων, βρίσκεται 
παντού και πάντα (γ’ ρηματικό πρόσωπο)
II. Παρατηρητής: θεατής, πρόσωπο της ιστορίας (αυτόπτης μάρτυρας, θεατής) που 
συμμετέχει στη δράση (α’ ρηματικό πρόσωπο)
III. Πρωταγωνιστής: διηγείται τη δική του ιστορία (α’ ρηματικό πρόσωπο)
ή
I. Δραματοποιημένος: βασικό ή δευτερεύον πρόσωπο της ιστορίας. Εσωτερική οπτική 
γωνία, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, προσωπική περιορισμένη εμπειρία.
II. Αμέτοχος: έξω από την υπόθεση, είναι παντού, περιγράφει ή σχολιάζει τα πάντα 
(παντογνώστης, εξωτερική οπτική γωνία, τρίτο πρόσωπο)
Τύποι αφήγησης με κριτήριο την εστίαση:
Ένας αφηγητής μπορεί να διηγείται την ιστορία σύμφωνα με τη δική του προοπτική (πώς 
βλέπει ο ίδιος τα πράγματα) ή σύμφωνα με την προοπτική ενός προσώπου της αφήγησης. Γι’ 
αυτό ο όρος οπτική γωνία θεωρήθηκε προβληματικός και ο Γάλλος αφηγηματολόγος Genette 
πρότεινε τον όρο εστίαση (ποιος εστιάζει και σε τι). Ανάλογα με την εστίαση υπάρχουν οι 
ακόλουθοι τύποι αφήγησης:
α) Αφήγηση με μηδενική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από τα πρόσωπα της 
ιστορίας (παντογνώστης). Αυτή η απόλυτη γνώση των γεγονότων δείχνει ότι ο αφηγητής δε 
βλέπει τα πράγματα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, άρα δεν εστιάζει σε κάτι συγκεκριμένο. 
Τριτοπρόσωπη αφήγηση.
β) Αφήγηση με εσωτερική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει όσα και τα πρόσωπα της ιστορία, 
ταυτίζεται με ένα πρόσωπο του έργου, ξέρει όσα του επιτρέπει η ανθρώπινη φύση του. Ο αναγνώστης δε μαθαίνει όλα τα γεγονότα, αλλά μόνο όσα υποπίπτουν στην αντίληψη του 
αφηγητή και μάλιστα υποκειμενικά. Η αφήγηση μπορεί να είναι πρωτοπρόσωπη ήτριτοπρόσωπη.
γ) Αφήγηση με εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από τα πρόσωπα της 
ιστορίας. Βλέπουμε τη δράση του ήρωα, όχι, όμως, τις σκέψεις του, όπως μια κάμερα καταγράφει 
τις κινήσεις ή την εξωτερική εικόνα των προσώπων. Η αφήγηση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως σε 
αστυνομικά μυθιστορήματα.
Β. Τι αφηγείται ο αφηγητής
Σε κάθε αφήγηση υπάρχουν τα γεγονότα που συμβαίνουν και κάποιες πράξεις που τα 
προκαλούν (αφηγηματικό περιεχόμενο).
Ο αφηγητής αφηγείται ένα μύθο (υπόθεση), του δίνει μορφή (κατασκευαστικά «υλικά» 
του έργου: γλώσσα, εκφραστικοί τρόποι, μέσα), δομή (εξωτερικό «χτίσιμο» του κειμένου) και 
πλοκή (εξέλιξη της δράσης: περιπέτειες, κλιμάκωση, κορύφωση και λύση του έργου).
Η παρουσίαση των χαρακτήρων μπορεί να είναι άμεση (στατική), όταν ο συγγραφέας περιγράφει ο 
ίδιος τους χαρακτήρες ή έμμεση (δυναμική), όταν η ηθογράφηση γίνεται μέσα από τους μηχανισμούς της πλοκής, ανάλογα με τη συμπεριφορά των προσώπων.
Γ. Πώς αφηγείται
Αφηγηματικοί τρόποι: τα στοιχεία που συνθέτουν την αφήγηση και οι τεχνικές με τις οποίες ο 
συγγραφέας εκθέτει την ιστορία του:
α)Αφήγηση: η έκθεση των γεγονότων
διήγηση: γ’ πρόσωπη αφήγηση, παντογνώστης αφηγητής 
μίμηση: γ’ πρόσωπη ή α’πρόσωπη αφήγηση με αφηγητή που συμμετέχει στην αφήγηση
μεικτή: συνδυασμός διήγησης – μίμησης
β) Διάλογος: συνομιλία σε ευθύ λόγο, α’ πρόσωπο. Προσδίδει ζωντάνια και εκφραστική δύναμη.
γ) Περιγραφή: αναπαράσταση προσώπων, τόπων, πραγμάτων, φαινομένων. Στόχος: η 
αισθητική αναπαράσταση του χώρου ή προβολή στοιχείων που αιτιολογούν τη δράση των 
προσώπων.
δ) Σχόλιο: σκέψεις, απόψεις του αφηγητή.
ε) Ελεύθερος πλάγιος λόγος – ύφος: ο αφηγητής αποδίδει σε γ’ πρόσωπο και σε ιστορικό χρόνο 
ενδόμυχες σκέψεις και εσωτερικά συναισθήματα ενός προσώπου της ιστορίας.
στ) Εσωτερικός μονόλογος: απόδοση σκέψεων, συναισθημάτων, αναμνήσεων, συνειρμών του 
ήρωα (α’ πρόσωπο, ενεστώτας) χωρίς παρέμβαση του αφηγητή.
Αφηγηματικός χρόνος :
1. Εξωκειμενικός χρόνος
α) χρόνος του πομπού: εποχή που ζει ο συγγραφέας
β) χρόνος του αφηγητή: χρόνος των γεγονότων της αφήγησης γ) χρόνος του δέκτη: η εποχή που ζει ο αναγνώστης
2. Εσωκειμενικός χρόνος
α) χρόνος της ιστορίας: ο φυσικός χρόνος στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία, η φυσική σειρά των 
γεγονότων.
β) χρόνος της αφήγησης: αφηγημένος χρόνος. Οριοθετείται από την αρχή μέχρι το τέλος της 
αφήγησης και δε συμπίπτει με το χρόνο της ιστορίας γιατί τα γεγονότα δεν ακολουθούν πάντοτε 
φυσική χρονική σειρά. Ο αφηγητής συχνά παραβιάζει την ομαλή πορεία πηγαίνοντας στο 
παρελθόν ή στο μέλλον. Έτσι προκύπτουν παραβιάσεις στη φυσική σειρά των γεγονότων που 
λέγονται αναχρονίες και διακρίνονται σε:
αναδρομές ή αναλήψεις: γεγονότα του παρελθόντος που διακόπτουν την κανονική 
χρονική σειρά των συμβάντων.
πρόδρομες αφηγήσεις – προλήψεις: εκ των προτέρων αναφορά σε γεγονότα που θα 
γίνουν αργότερα.
3. Τεχνικές που παραβιάζουν την ομαλή χρονική σειρά
In medias res (στο μέσο των πραγμάτων): το νήμα της ιστορίας δεν ξετυλίγεται από την 
αρχή αλλά ο αφηγητής μας μεταφέρει στο κρισιμότερο σημείο της πλοκής και έπειτα με 
αναδρομή στο παρελθόν παρουσιάζονται όσα προηγήθηκαν. Έτσι διεγείρεται το 
ενδιαφέρον του αναγνώστη και η αφήγηση δεν κουράζει.
εγκιβωτισμός: μέσα στην κύρια αφήγηση υπάρχουν και μικρότερες δευτερεύουσες 
αφηγήσεις που διακόπτουν την ομαλή ροή του χρόνου. Πρόκειται για μια αφήγηση μέσα 
στην αφήγηση.
παρέκβαση, εμβόλιμη αφήγηση: αναφορά σε άλλο θέμα που δε σχετίζεται άμεσα με την 
υπόθεση και την εξέλιξη του έργου και διακόπτει προσωρινά τη φυσική ροή των 
γεγονότων.
προϊδεασμός ή προσήμανση: η ψυχολογική προετοιμασία του αναγνώστη για το τι 
πρόκειται να ακολουθήσει
προοικονομία: ο τρόπος διευθέτησης των γεγονότων και η δημιουργία κατάλληλων 
προϋποθέσεων, ώστε η εξέλιξη της πλοκής να είναι φυσική και λογική για τον αναγνώστη.
4. Χρονική διάρκεια
Τεχνικές με τις οποίες ο συγγραφέας συντομεύει το χρόνο της αφήγησης: 
επιτάχυνση: γεγονότα μεγάλης διάρκειας παρουσιάζονται σύντομα
επιβράδυνση: γεγονότα μικρής διάρκειας παρουσιάζονται εκτεταμένα
παράλειψη: γεγονότα δεν αναφέρονται γιατί δε σχετίζονται με την ιστορία
περίληψη: συνοπτική παρουσίαση ενδιάμεσων γεγονότων
αφηγηματικό κενό: παραλείπεται ένα τμήμα της ιστορίας ή κάποια γεγονότα που 
εννοούνται εύκολα ή δε συμβάλλουν ουσιαστικά στην πλοκή.
5. Χρονική συχνότητα: χρήση μοτίβων (επαναλαμβανόμενες φράσεις ή βασικά θέματα που 
επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα) που κλιμακώνουν τη δράση ή περιγράφουν μια ψυχική 
κατάσταση.

Λογοτεχνικά Ρεύματα και Σχολές


Ρεύμα: Χαρακτηρίζει μία τάση, κυρίαρχη ή όχι, η οποία εμφανίστηκε κάποια στιγμή και όχι μία οργανωμένη ομάδα καλλιτεχνών. Δεν υπάρχει το στοιχείο της συνειδητής κοινής δράσης από μία ομάδα ανθρώπων. Συγγενικός όρος θεωρείται αυτός της«περιόδου».
Σχολή: Ορισμένος αριθμός ανθρώπων που δρουν και δημιουργούν συνειδητά ως οργανωμένη ομάδα. Τους συνδέουν μεταξύ τους συνήθως τα στοιχεία της ηλικίας, κοινών εμπειριών και κοινών απόψεων πάνω στα ζητήματα της τέχνης και όχι μόνο. Με το ίδιο περίπου νόημα χρησιμοποιείται και ο όρος «γενιά».

Τα βασικότερα ρεύματα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο χώρο της λογοτεχνίας είναι τα ακόλουθα:




1. Κλασικισμός: Στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία τα κλασικιστικά στοιχεία είναι έντονα από την περίοδο της Αναγέννησης ως και τον 18° αιώνα. Χαρακτηριστικά του είναι:
• Η προσπάθεια μίμησης ή επιστροφής σε παλαιότερα πρότυπα, που θεωρούνται κλασικά, ελληνικά ή ρωμαϊκά, η τάση για μίμηση και προσέγγιση του κλασικού.
• Η μίμηση στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει χρησιμοποίηση θεμάτων και όλων των άλλων χαρακτηριστικών, που θεωρούνται κλασικά.
• Στο επίκεντρο των έργων αυτών βρίσκεται ο άνθρωπος, που αντιμετωπίζεται ως ιδανικό, ως πρότυπο και όχι ως πρόσωπο καθημερινό.
• Το συναίσθημα υποτάσσεται στη λογική και προτάσσονται υψηλές έννοιες και αφηρημένες ιδέες, όπως η ελευθερία, η ισότητα κ.λπ.
• Και στη μορφή των κειμένων αυτών αποφεύγεται καθετί το πεζό και το τετριμμένο, όπως επίσης οι υπερβολές και τα πολλά εκφραστικά μέσα.
•  Το ύφος είναι λιτό, αλλά ταυτόχρονα αυστηρό και υψηλό.

2. Ρομαντισμός: Ένα από τα σημαντικότερα κινήματα όλων των εποχών κι όχι απλά ρεύμα, καθώς ξέφυγε από το χώρο της τέχνης και διαμόρφωσε μία στάση ζωής. Κυριάρχησε στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική λογοτεχνία από τα τέλη του 18ουαιώνα ως τα μέσα του 19ου
Σημαντικοί εκπρόσωποι ήταν οι P. Β. Shelley, Byron, V. Hugo, Chateaubriand, Fr. Schiller, Goethe κ.α. Στην Ελλάδα το ρεύμα κυριάρχησε μεταξύ 1830-1880, επηρεάστηκε από τον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά σύντομα παρασύρθηκε σε μεγαλοστομία, σε επιτηδευμένο συναισθηματισμό και μελαγχολία. Την πιο επιτυχημένη εκμετάλλευση ρομαντικών στοιχείων τη συναντάμε στον Κάλβο, τον Σολωμό, γενικότερα στην "Επτανησιακή Σχολή" . Τα βασικά γνωρίσματα του ρομαντισμού είναι τα ακόλουθα:
• Σύγκρουση με το ορθολογικό πνεύμα του κλασικισμού και του διαφωτισμού. Αμφισβήτηση της τυποποίησης, της παράδοσης, των ηθικών αξιών του κλασικού παρελθόντος.
• Φαντασία, παράδοξο, μυστηριώδες, όνειρο και υπερφυσικό είναι στοιχεία που αφθονούν στο ρομαντισμό.
• Επιμονή στο "εγώ" του δημιουργού ή του ήρωα.
•  Έντονο το στοιχείο της φυσιολατρίας. Άλλα αγαπημένα μοτίβα είναι ο Θεός, η περιπέτεια, ο αγώνας για την ελευθερία, ο ηρωισμός, ο θάνατος.
• Νοσταλγική διάθεση για το παρελθόν (όχι της κλασικής αρχαιότητας) και ωραιοποίησή του.
•  Υπερβολές και εξιδανικεύσεις είναι συχνές.
• Μελαγχολία και απαισιόδοξος τόνος. Τα ρομαντικά έργα συνήθως έχουν δυσάρεστο τέλος.
• Η εικόνα γίνεται βασικό συστατικό ενός ρομαντικού έργου.
• Δημιουργία υποβλητικού σκηνικού (φεγγαρόλουστα τοπία, ερείπια κ.α.)   
• Λόγος χειμαρρώδης, πληθώρα εκφραστικών μέσων.  Στην έκφραση συχνά αντλούνται στοιχεία από τη γλώσσα του λαού.

3. Παρνασσισμός: Λογοτεχνικό -κατά βάση ποιητικό- κίνημα που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αι. στη Γαλλία ως αντίδραση στο ρομαντισμό και η ονομασία αυτή οφείλεται σε μία Ανθολογία, που έφερε τον τίτλο «Σύγχρονος Παρνασσός». Βασικά χαρακτηριστικά του παρνασσισμού:
• Σημειώνεται στροφή σε θεματολογία προερχόμενη για ακόμη μία φορά από τους κλασικούς πολιτισμούς της αρχαιότητας, είτε από το χώρο της ιστορίας είτε από αυτόν της μυθολογίας.
• Πρόκειται για μία προσπάθεια ανεύρεσης της ισορροπίας μετά τα συναισθηματικά -συχνά χωρίς μέτρο- ξεσπάσματα του ρομαντισμού.
• Βασικό γνώρισμα είναι η λιτή έκφραση, η ακριβολογία και η απουσία της υπερβολής και των εξάρσεων.
• Η έμφαση δίνεται στη λεπτομέρεια, εκφράζοντας έτσι το επιστημονικό πνεύμα της εποχής.
• Οι ποιητές θέλουν να εκφράσουν την ηρεμία και την απάθεια.
• Ως προς την εξωτερική τους εικόνα, τα ποιήματα της τεχνοτροπίας αυτής είχαν να παρουσιάσουν ιδιαίτερα επιμελημένη μορφή, ο στίχος ήταν ηχηρός, άψογος μετρικά, με ομοιοκαταληξία, άρα ήταν έντονο το στοιχείο της μουσικότητας.
• Οι δημιουργοί πιστεύουν πως ένα ποίημα πρέπει να έχει την ομορφιά και την τελειότητα ενός αγάλματος.
• Η εμμονή όμως στην ακριβολογία και στην τεχνική αρτιότητα σε ορισμένες περιπτώσεις στερούσε από τα ποιήματα τη ζωντάνια και την γνησιότητα του συναισθήματος.
• Στην Ελλάδα ο παρνασσισμός υιοθέτησε τη δημοτική γλώσσα.

4. Ρεαλισμός:  Ρεύμα που εμφανίζεται στα μέσα του 19 ου αι. στο χώρο της τέχνης, ενώ στο χώρο της λογοτεχνίας  η τάση αυτή εμφανίζεται στη Γαλλία με κυριότερο εκφραστή τον Γ.Φλομπέρ (Gustave Flaubert). Άλλοι γνωστοί εκφραστές του συγκεκριμένου ρεύματος ήταν ο Μπαλζάκ, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι και στην Ελλάδα ο Παπαδιαμάντης, ο Ξενόπουλος, ο Θεοτόκης.  Κύρια γνωρίσματα του ρεαλισμού είναι:
• Πιστή απόδοση της πραγματικότητας, όπως τη βιώνει βέβαια ο ίδιος ο δημιουργός. Αναπόφευκτα κάποιες φορές αυτός δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από τις πεποιθήσεις του.
• Καλλιεργήθηκε κυρίως το είδος του μυθιστορήματος. Χαρακτηρίζεται από αληθοφάνεια και πειστικότητα, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Η φαντασία δεν αποκλείεται, αρκεί να μην αντιτίθεται στην αντικειμενική πραγματικότητα.
• Θέματα οικεία και συνηθισμένα, στο επίκεντρο τίθεται ο κοινός, καθημερινός άνθρωπος.
 • Αποφεύγεται ο εντυπωσιασμός, οι εξιδανικεύσεις και οι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις.
• Επιμονή στη λεπτομέρεια.
•  Ύφος απλό, χωρίς πολλά στολίδια, κάποιες φορές φτάνει να είναι μονότονο.

5. Νατουραλισμός: Λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίζεται στο τέλος του 19ου αι. στη Γαλλία με εισηγητή του τον Emile Zola. Συνδέεται αποκλειστικά με την πεζογραφία και ειδικότερα με το μυθιστόρημα. Πρόκειται για την ακραία εκδοχή του ρεαλισμού. Βασικά του γνωρίσματα είναι τα ακόλουθα:
• Θέματα από την καθημερινή ζωή και πιστή, φωτογραφική αναπαράσταση της πραγματικότητας.
• Πολύ σκληρή κριτική στην κοινωνία της εποχής, καταγγέλλεται η κοινωνική εξαθλίωση.
•  Υπερτονίζονται οι άσχημες καταστάσεις της ζωής.
• Απουσία κάθε διάθεσης ωραιοποίησης.
• Θέματα προκλητικά, προερχόμενα από το περιθώριο της κοινωνίας (ήρωες απόκληροι, καταπιεσμένοι ή θύματα της κοινωνίας).
• Ο άνθρωπος υποτάσσεται σε εξωτερικές δυνάμεις και συνθήκες, αλλά και σε εσωτερικές (καταβολές, κληρονομικότητα, ορμές). Εμφανίζεται δέσμιος των αδυναμιών και των παρορμήσεων του. Δεν έχει περιθώρια επιλογών.
• Καταγραφή πληθώρας λεπτομερειών, εξαντλητικές περιγραφές.
• Στην νεοελληνική λογοτεχνία στα τέλη του 19 ου αι. ο νατουραλισμός εντάσσεται στην ηθογραφία. Πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα ήταν «Ο ζητιάνος» του Α.Καρκαβίτσα.

6.Συμβολισμός: Το 1886 στη Γαλλία δημοσιεύεται το μανιφέστο του συμβολισμού από το γάλλο ποιητή ελληνικής καταγωγής Jean Moreas (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος).Επηρέασε κυρίως το χώρο της ποίησης ως τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα ως αντίδραση τόσο στη φλυαρία του ρομαντισμού όσο και στον παρνασσισμό.Κύρια γνωρίσματα του είναι τα εξής:
• Η πραγματικότητα, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις, δεν έχει καμία σημασία και αξία. Τα πράγματα αντιμετωπίζονται ως οι διαμεσολαβητές, ως τα σύμβολα, για να φτάσει κανείς στην αληθινή έκφραση ιδεών, συναισθημάτων και νοητικών καταστάσεων, δηλαδή στο χώρο του ασυνείδητου.
•  Υπαινικτική χρήση της γλώσσας με αφθονία χρήσης εικόνων και μεταφορών.
•Αποφεύγεται η σαφήνεια, το νοηματικό περιεχόμενο χαλαρώνει.
•Η ποίηση απαλλάσσεται από κάθε φιλοσοφικό ή διδακτικό στοιχείο.
•Διάθεση ρεμβασμού και μελαγχολίας.
•Μορφολογικές καινοτομίες, στίχος σύντομος, ελεύθερος, χρήση πρωτότυπων σχημάτων λόγου.
•Χρήση ασύνδετων μεταξύ τους εικόνων.
•Μουσικότητα και υποβλητικός χαρακτήρας των ποιητικών στίχων.
Με το συμβολισμό συνδέεται και η καθαρή ποίηση. Κοινά τους γνωρίσματα είναι:
• Πρωταρχικό στοιχείο δεν θεωρείται το νοηματικό περιεχόμενο των φράσεων, αλλά η μουσικότητα και η αίσθηση υποβλητικότητας.
• Εκφράζει κυρίως ψυχικές καταστάσεις.
•  Τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου από μόνα τους δεν έχουν κανένα ποιητικό ενδιαφέρον, παρά μόνο αν χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα. Στην Ελλάδα κυριότερος εκπρόσωπος του συμβολισμού θεωρείται ο Κ. Χατζόπουλος που προσπάθησε να εφαρμόσει τις αρχές του ρεύματος αυτού στο μυθιστόρημα του«Φθινόπωρο». Ποιητές που επηρεάστηκαν ήταν οι Λ. Μαβίλης, I. Γρυπάρης, Κ. Παλαμάς, Μ.Μαλακάσης κ.α. Στους νεοσυμβολιστές κατατάσσονται οι Ν. Λαπαθιώτης, Τ. Άγρας, Μ. Πολυδούρη, Κ. Γ.Καρυωτάκης κ.α. Αυτοί κυρίως δρουν τη δεκαετία 1920-30 και
•αποδεσμεύονται από τη μεγαλοστομία και το ρητορισμό
•εκφράζουν τραυματικά συναισθήματα
•ο τόνος των έργων τους είναι χαμηλόφωνος και ιδιαίτερα μουσικός.

7. Υπερρεαλισμός: Πρόκειται για το σημαντικότερο και πιο ολοκληρωμένο κίνημα πρωτοπορίας. Γεννήθηκε στη Γαλλία ως προέκταση του ντανταϊσμού και του συμβολισμού. Το υπερρεαλιστικό μανιφέστο δημοσιεύθηκε το 1924 από τον Andre Breton, ενώ άλλοι βασικοί εκπρόσωποι του ρεύματος ήταν οι P. Eliard, L. Aragon και Ph. Soupault. Στην Ελλάδα καλλιεργήθηκε από τους Ανδρ. Εμπειρίκο, Ν. Εγγονόπουλο, Ν. Γκάτσο, Οδ. Ελύτη κ.α., χωρίς όμως τις πολιτικές προεκτάσεις του κινήματος. Ο υπερρεαλισμός υιοθετήθηκε κυρίως στην ποιητική έκφραση. Τα βασικά του γνωρίσματα ήταν:
• Χρήση της φαντασίας, του ονείρου, του υποσυνείδητου. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της συνείδησης, στο ρεαλισμό και την αληθοφάνεια (επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τις ψυχαναλυτικές θεωρίες).
• Θέματα και εντυπωσιακές εικόνες που ξεφεύγουν από το χώρο της λογικής.
• Χρήση της αυτόματης γραφής (= ελεύθερη καταγραφή χωρίς  προκαθορισμένο στόχο και χωρίς την επέμβαση της λογικής.
• Ευρεία χρήση των συνειρμών.
• Σημαντική θέση δίνεται στο χιούμορ.
• Χρήση συμβόλων.
• Ελευθερία στον τρόπο έκφρασης  που είναι συχνά αντιποιητικός.
• Ελεύθερος στίχος, σπάσιμο κάθε παραδοσιακής στιχουργικής φόρμας.
• Συχνή απουσία των σημείων στίξης.

8. Μοντερνισμός: Πνευματικό κίνημα (μέσα 19ουαι. -1940) ενάντια στον παραδοσιακό αστικό πολιτισμό. Προτεραιότητα δίνεται στην υποκειμενική συνείδηση. Στην ποίηση κυρίαρχη είναι η διάλυση της παραδοσιακής μορφής και η διάθεση πειραματισμού, ενώ στο χώρο της πεζογραφίας αμφισβητείται η παραδοσιακή πλοκή και οι χρονολογικές και αιτιολογικές σχέσεις παρουσιάζονται με αυθαίρετη σειρά. Απουσιάζει ο παντογνώστης αφηγητής και τη θέση του παίρνουν οι αφηγητές-ήρωες με υποκειμενική οπτική γωνία. Η γλώσσα των κειμένων (ποιητικών και πεζών) εμφανίζει πολυσημία, χρησιμοποιούνται εικόνες, μεταφορές και σύμβολα. Προτεραιότητα δίνεται στην ενδοσκόπηση και στο στοχασμό. Από κάποιους μελετητές το κίνημα του μοντερνισμού δε διαφοροποιείται από τα άλλα πρωτοποριακά ρεύματα (εξπρεσιονισμός, φουτουρισμός, υπερρεαλισμός), απλά θεωρούν πως πρόκειται για πιο "συντηρητική" εκδοχή τους. Άλλοι πάλι επισημαίνουν τη διαφοροποίηση ανάμεσα τους, καθώς ο μοντερνισμός πάντα διακήρυσσε την πίστη του στο ολοκληρωμένο έργο τέχνης, ενώ τα κινήματα της πρωτοπορίας απορρίπτουν την τέχνη ως αυτόνομο θεσμό και καταργούν τη διάκριση μεταξύ κοινού και δημιουργού. {Βλ. φωτοτυπία}

Άλλα κυρίαρχα ρεύματα που έπαιξαν ρόλο στο χώρο της λογοτεχνίας ήταν:

Εμπρεσιονισμός ή Ιμπρεσιονισμός: Όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο χώρο της ζωγραφικής. Επιδιώκεται η αυθόρμητη και πηγαία έκφραση του συναισθηματικού κόσμου. Στη λογοτεχνία ο όρος  χρησιμοποιήθηκε κυρίως για όσους χρησιμοποιούν την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου. Αμφισβητεί τη δυνατότητα λεπτομερειακής ανάπλασης της πραγματικότητας, δηλαδή μία βασική αρχή του ρεαλισμού.
Εξπρεσιονισμός: Καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα.  Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε ως αντίδραση στο ρεαλισμό, το νατουραλισμό και το συμβολισμό. Εκφράζει τη λαχτάρα για καθετί το νέο και την επανάσταση στο παραδοσιακό. Αρνείται την αληθοφάνεια και δεν επιδιώκεται η πιστή αναπαράσταση του εμπειρικού κόσμου. Αντίθετα εκφράζει εσωτερικά αισθήματα, ενώ ο κόσμος αποδίδεται, όπως εμφανίζεται στη φαντασία του δημιουργού. Θέμα του γίνεται η απόγνωση του ανθρώπου των μεγαλουπόλεων, η βία και ο πόλεμος. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην κοινωνική διάσταση ενός έργου τέχνης. Τάση προς την υπερβολή, το λεξιλόγιο απελευθερώνεται από δεσμεύσεις, κυριαρχεί η εικόνα. Στην Ελλάδα το ρεύμα αυτό δεν ευδοκίμησε.
Φουτουρισμός: Το μανιφέστο του δημοσιεύθηκε στην Ιταλία το 1909 από τον ποιητή F. Τ.Marinetti. Ως ρεύμα συνδέεται κυρίως με τις εικαστικές τέχνες. Εκφράζει την αντίδραση προς καθετί το παραδοσιακό, υμνεί το μέλλον και τη δύναμη του τεχνολογικού πολιτισμού. Προωθείται ο ελεύθερος στίχος, η ανορθόδοξη σύνταξη, η τεχνική του κολλάζ. Προκλητική διάθεση που φτάνει στα όρια της περιφρόνησης του κοινού. Μετά το 1920 το κίνημα βρίσκεται σε κάμψη, ενώ συνδέθηκε με τον ιταλικό φασισμό. Στην πραγματικότητα δεν μπόρεσε να ξεφύγει εκτός Ιταλίας.
Ντανταϊσμός: Γεννήθηκε κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο στη Ζυρίχη. Εκφράζει την απέχθεια για τη φρίκη του πολέμου, διαπιστώνοντας πως κάθε παραδοσιακή αξία στη ζωή και στην τέχνη δεν μπόρεσαν να τον αποτρέψουν. Οι εκπρόσωποι του θεωρούσαν ότι ο κόσμος βρισκόταν σε ηθική παρακμή και πως το πνευματικό σύστημα είχε καταρρεύσει. Το όνομα είναι επιλεγμένο στην τύχη και δηλώνει το μηδενισμό. Προτάσσουν την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία. Βασικό χαρακτηριστικό είναι το βίαιο χιούμορ, η πρόκληση, ο εντελώς απρόσμενος συνδυασμός φράσεων, το παράλογο. Η δομή των έργων είναι αποσπασματική, και το περιεχόμενο σχεδόν ακατανόητο. Πρόκειται για μία "αισθητική αναρχία". Με το τέλος του πολέμου εξαπλώνεται, αλλά παράλληλα χάνει και την ορμή του και σταδιακά οδηγεί στον υπερρεαλισμό, την τελειότερη έκφραση της πρωτοπορίας.

Λογοτεχνία και Ρητορική

Το αμάρτημα της μητρός μου, Γ. Βιζυηνός

Η Φόνισσα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Από την παράδοση στον μοντερνισμό

Αντιδράσεις αντιπάλων στους Αιγός ποταμούς

Ο πελοποννησιακός πόλεμος

Η αρχαία ελληνική ιστοριογραφία

Ο πολιτισμός της Αναγέννησης

Ο μεσαιωνικός δυτικός πολιτισμός

Η βυζαντινή τέχνη

Η Άλωση του 1453

Ύστερη Βυζαντινή περίοδος

Η Δ΄ Σταυροφορία

Οι Σταυροφορίες

Η διεθνής ακτινοβολία του Βυζαντίου

Το φραγκικό κράτος και ο Καρλομάγνος

Η εμφάνιση του Ισλάμ

Η βασιλεία του Ηρακλείου

Σύντομη επισκόπηση της πρωτοβυζαντινής περιόδου

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Η γενιά της κοινωνικής δικτύωσης

Διαγωνίσματα

Σχεδιαγράμματα

Σχεδιαγράμματα Ιστορίας Β' Λυκείου

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Διάγραμμα ιστορίας της Λογοτεχνίας

Οδηγίες πλεύσεως

Δημιουργική γραφή στην πράξη

Τρίτο Φύλλο ομαδικής εργασίας Ερωτόκριτος, Βιτσέντζος Κορνάρος




Ομάδα Α’
1)     Σε ποια περίοδο της κρητικής λογοτεχνίας ανήκει ο Ερωτόκριτος; Ποια τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου;

2)     Σε ποια συμπεράσματα καταλήγετε σχετικά με τη βαρύτητα της άποψης του πατέρα όσον αφορά στη ζωή της κόρης του κατά την εποχή που πλαισιώνει το έργο;

Ομάδα Β’
1)     Ποιες απόψεις της εποχής για τη θέση της γυναίκας απηχούν τα λόγια της νένας;

2)     Περιγράψτε τη σχέση της Αρετούσας με τον πατέρα της, βασιζόμενος στα λόγια της νένας και συγκρίνετέ την με την αντίστοιχη σχέση στη σημερινή εποχή.


Ομάδα Γ’
1)          Να σκιαγραφήσετε την Αρετούσα όπως παρουσιάζεται στο απόσπασμα. Στην απάντησή σας να αναφερθείτε στα εξής :
α. Ποιες είναι οι επιθυμίες και τα συναισθήματά της, όπως φαίνονται από όσα λέει η ίδια αλλά κι από όσα συνάγουμε από τα λόγια της νένας της;
β. Πώς επηρεάζει τη ζωή της η κοινωνική πραγματικότητα της εποχής της;
γ. Πώς αντιμετωπίζει η ίδια τις πιέσεις που δέχεται από το περιβάλλον της; Υποκύπτει, ενδίδει σε αυτές ή αντιστέκεται;


      
2)          Επιχειρήστε να αναπλάσετε σε ένα σύντομο κείμενο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα εικόνες από τη σχέση σας με τη   μητέρα ή τον πατέρα σας.







Ομάδα Δ’
1)     Υποθέστε πως είστε η Αρετούσα κλεισμένη στη φυλακή. Στο τέλος μιας μέρας διατυπώστε τις σκέψεις που κάνετε στο ημερολόγιό σας (μα απλή γλώσσα, υποκειμενικότητα, εξομολογητική διάθεση και έκφραση συναισθημάτων).
2)     Αναλαμβάνετε να συντάξετε ένα άρθρο (250-300 λέξεις) για τη σχολική σας εφημερίδα, στο οποίο θα αναπτύσσετε τις απόψεις σας για το ρόλο που η οικογενειακή ζωή μπορεί να διαδραματίσει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός/μιας νέου/νέας.




Ομάδα Ε’
1)     Να γράψετε έναν φανταστικό διάλογο – με αφορμή ένα θέμα της καθημερινότητας – ανάμεσα σε εσάς και στη/στον μητέρα/πατέρα σας, όπου θα διαγράφεται ξεκάθαρα η μεταξύ σας σχέση.


2)     Φανταστείτε πώς θα μπορούσε να μεταφερθεί η ιστορία αυτή στη σύγχρονη εποχή και γράψτε έναν διάλογο ή αφήγηση ή ποίημα ανάμεσα στην Αρετούσα (με άλλο όνομα) και ένα άλλο πρόσωπο που προσπαθεί να την πείσει ότι ο έρωτάς της είναι αδιέξοδος.


Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Morris Lessmore, Τα φανταστικά ιπτάμενα βιβλία

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ: ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΒΙΒΛΙΟ 2, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1, 16-32, ...

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ: ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΒΙΒΛΙΟ 2, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1, 16-32, ...: Φύλλα εργασίας για τις παραγράφους 16-32, Βιβλίο 2, Κεφάλαιο 1 των Ελληνικών του Ξενοφώντα. ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΒΙΒΛΙΟ 2, ΚΕΦΑΛΑ...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πατέρα στο σπίτι

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα «σκιαθίτικα.». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα, αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ' αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα εμφανής ο κοινωνι­κός προβληματισμός του συγγραφέα.

-Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, για­τί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
 -Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λαμπρούς μεγάλους οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μει­δίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανόηση, τόσον ώστε οι άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το στόμα του την απόκρισιν.
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά πέντε εκλιπαρήσεις,* και με­τά τεσσάρας αποπομπάς,* να λάβω δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι' αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατενίζον με είπε:
- Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
                                                                      * * *
    Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως. Πτωχαί γυ­ναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δύο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλά­κις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμέναι αι μητέρες των, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμβρί), άλ­λο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο ίδιος εσπλαγχνίζετο ε­νίοτε και έστελνε προπομπούς* τους ιδίους του υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδιών, δια να φθάσουν ταύτα ασφαλώς εις την μητέρα των.
     Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
     Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις κα­τά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το παιδί ποτέ δεν έπταιε.
       Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και ύ­βριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή, όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το δεινότερον,* έχανε καθ'
οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον παντοπώλην. Πλην δια τού­το είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
                                                                     * * *
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι πο­τέ πολυπράγμον*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως ει­κός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικός θεματοφύλαξ* των αλλό­τριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.
     Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
      Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί του επονούσεν αίφνης η μέση του, την Δευτέραν του επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββα­τον εσπέρας έως την Δευτέρα πρωί.
Η γυνή ήτο φίλεργος.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υπο­κάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον, προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας εκέρδιζεν εκεί­νος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της οικογενείας.
     Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο. Η ερ­γασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουσα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.
     Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον φό­ρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
      Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε σπά­σει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να την κράτηση αγάνωτην.
      Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα ο­ποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.
                                                                                * * *
        Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος εντός.
       Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς, ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
      Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα, φέ­ρων κρέας και μικρά τίνα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια.
     Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
    Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη.*
      Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα. Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την πάλαιαν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν από το σπίτι βραδιές βραδιές.
     Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημα της ήτο ότι, ίσως, είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν. Ο κου­μπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ή­το της αρχής ότι έπρεπεν ο ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υ­στεροβουλία, η λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλ­λιών και με το χώρισμα του ανδρογύνου.
     Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.
                                                                         * * *
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με σχισμένον υποκάμισον -και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα- ο Μανώλης έγινεν άφαντος. Επήγε να ενταμώση οριστικώς την πάλαιαν του γνωριμίαν.
     Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του. Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος, ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς, κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην με προίκα.
      Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
     Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά - το πέμπτον είχεν απο­θάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και ανθούσιν εσαεί* και τα ά­κακα νήπια - έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα παιδία, χωρίς πατέρα, και χω­ρίς κουμπάρον.
     Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν, χω­ρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!
    Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
     Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
-  Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Αφού μελετήσετε α) το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά που αφηγείται ο συγγραφέας, β) τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, τους τύ­πους που διαγράφονται και τη συμπεριφορά τους, γ) τις καταστάσεις που διαμορ­φώνονται με την πορεία της αφήγησης, να συζητήσετε: α) Για τον κοινωνικό προ­βληματισμό του διηγήματος, β) Για το ρεαλισμό του Παπαδιαμάντη.
2. Ορισμένοι κριτικοί κατηγόρησαν τον Παπαδιαμάντη για χαλαρή σύνδεση και για έλλειψη σχεδίου στα διηγήματα του. Να παρακολουθήσετε την τεχνική της αφή­γησης στο συγκεκριμένο διήγημα και να διατυπώσετε τις δικές σας απόψεις σχε­τικά με τη σύνδεση και με το σχέδιο.
3.  Να βρείτε στο κείμενο χωρία που μπορούν να θεωρηθούν αυτοβιογραφικά στοι­χεία του συγγραφέα.




 ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ρακένδυτος: ντυμένος με ράκη (κουρέλια), κουρελιάρης.       
αποπομπή: διώξιμο (αποπέμπω).
απέτεινον: του αποτείνω- απευθύνω.     
ενιαυτός: το έτος.
εκλιπαρήσεις: ικεσίες,
εσχατιά: το τέλος, η παρυφή.
λυκάζι: γλυκάδι, το ξίδι.   
ξίκικα: λειψά.
προπομπός: συνοδός.          
το δεινότερον: το χειρότερο.
ράκος: το κουρέλι.   
αλλότριος: ξένος.
λιμοκοντόρος: εδώ: χαρτονόμισμα μιας δραχμής.         
φιλοπονία: εργατικότητα.
κραιπάλη: μέθη.
περί ου (ο λόγος): για το οποίο (έγινε λόγος),    
φίλεργος: εργατικός.
πολυπράγμων: πολυάσχολος, αυτός που ασχολείται με ξένες υποθέσεις.  
κουτσουβέλι: νήπιο.
κατσιβέλι: γυφτάκι (ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο ταυτίζοντας τις λέξεις).
θεματοφύλαξ: φρουρός.
τσαγγλί: γυάλινο δοχείο.
ξενοκατιάζω: κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, ξενοκοιμάμαι (το κοπάζω λέγεται για τις όρνιθες),    
κήδομαι (με γενική): φροντίζω για κάποιον (ή για κάτι).
πολιτεύω κάποιον: του συμπεριφέρομαι  με διπλωματία.  
ανακληθέν: μετοχή παθ. αορ. του ανακαλώ, καλώ πάλι.      
τα σταθμά: τα ζύγια, το ζύγισμα.
εσαεί: για πάντα.