Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Κείμενα και Μεταφράσεις Ξενοφώντα, 2.4.37–2.4.43

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.4.37–2.4.43



[2.4.37] πεμέντοι οτοι χοντο ες Λακεδαίμονα, πεμπον δ κα οἱ ἀπ το κοινο κ το στεως λέγοντας τι ατο μν παραδιδόασι κα τ τείχη χουσι κα σφς ατος Λακεδαιμονίοις χρσθαι τι βούλονται· ξιον δ’ φασαν κα τος ν Πειραιε, ε φίλοι φασν εναι Λακεδαιμονίοις, παραδιδόναι τόν τε Πειραι κα τν Μουνιχίαν.



[2.4.38] κούσαντες δ πάντων ατν ο φοροι κα ο κκλητοι, ξέπεμψαν πεντεκαίδεκα νδρας ες τς θήνας, κα πέταξαν σν Παυσανίᾳ διαλλάξαι π δύναιντο κάλλιστα. ο δ διήλλαξαν φ’ τε ερήνην μν χειν ς πρς λλήλους, πιέναι δ π τ αυτν καστον πλν τν τριάκοντα κα τν νδεκα κα τν ν Πειραιε ρξάντων δέκα. ε δέ τινες φοβοντο τν ξ στεως, δοξεν ατος λευσνα κατοικεν.


[2.4.39] τούτων δ περανθέντων Παυσανίας μν δικε τ στράτευμα, ο δ’ κ το Πειραις νελθόντες σν τος πλοις ες τν κρόπολιν θυσαν τ θην. πε δ κατέβησαν οστρατηγοί, νθα δ Θρασύβουλος λεξεν·

[2.4.40] μν, φη, κ το στεως νδρες, συμβουλεύω γ γνναι μς ατούς. μάλιστα δ’ ν γνοίητε, ε ναλογίσαισθε π τίνι μν μέγα φρονητέον στίν, στε μν ρχειν πιχειρεν. πότερον δικαιότεροί στε; λλ’ μν δμος πενέστερος μν ν οδν πώποτε νεκα χρημάτων μς δίκηκεν· μες δ πλουσιώτεροι πάντων ντες πολλ κα ασχρὰ ἕνεκα κερδέων πεποιήκατε. πε δ δικαιοσύνης οδν μν προσήκει, σκέψασθε ε ρα π’ νδρείᾳ μν μέγα φρονητέον.




[2.4.41] κα τίς ν καλλίων κρίσις τούτου γένοιτο ς πολεμήσαμεν πρς λλήλους; λλ γνώμ φαίητ’ ν προέχειν, ο χοντες κα τεχος κα πλα κα χρήματα κασυμμάχους Πελοποννησίους π τν οδν τούτων χόντων περιείληφθε; λλ’ π Λακεδαιμονίοις δ οεσθε μέγα φρονητέον εναι; πς, ογε σπερ τος δάκνοντας κύνας κλοιδήσαντες παραδιδόασιν, οτω κκενοι μς παραδόντες τῷ ἠδικημέν τούτ δήμ οχονται πιόντες;

[2.4.42] ο μέντοι γε μς, νδρες, ξι γ ν μωμόκατε παραβναι οδέν, λλ κα τοτο πρς τος λλοις καλος πιδεξαι, τι καεορκοι κα σιοί στε. επν δ τατα κα λλα τοιατα, κα τι οδν δέοι ταράττεσθαι, λλ τος νόμοις τος ρχαίοις χρσθαι, νέστησε τν κκλησίαν.



[2.4.43] κα τότε μν ρχς καταστησάμενοι πολιτεύοντο· στέρ δ χρόν κούσαντες ξένους μισθοσθαι τος λευσνι, στρατευσάμενοι πανδημε π’ ατος τος μν στρατηγος ατν ες λόγους λθόντας πέκτειναν, τος δ λλοις εσπέμψαντες τος φίλους κα ναγκαίους πεισαν συναλλαγναι. κα μόσαντες ρκους μν μ μνησικακήσειν, τι κα νν μοτε πολιτεύονται κα τος ρκοις μμένει δμος.
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]

Αφού όμως ξεκίνησαν αυτοί για τη Λακεδαίμονα, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι κυβερνήτες της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάκριση των Λακεδαιμονίων• είχαν όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.

Αφού τους άκουσαν όλους οι έφοροι κι η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή αντιπροσωπεία μ' εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους ― όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά• τέλος αποφασίστηκε πως όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα.

Αφού τέλειωσαν αυτά ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη κι έκαναν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν, οι στρατηγοί συγκάλεσαν Συνέλευση όπου μίλησε ο Θρασύβουλος:

«Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε ― και θα καταλάβετε καλύτερα, αν καθίσετε να σκεφτείτε τι είναι που σας κάνει τόσο υπεροπτικούς, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Τάχα είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον, κι ας είναι πιο φτωχός από σας ― ενώ εσείς, οι πιο πλούσιοι απ' όλους, έχετε κάνει πολλές κακοήθειες για το κέρδος. Αφού λοιπόν δεν σας διακρίνει δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να καμαρώνετε για την παλικαριά σας.

Αλλά τι καλύτερο κριτήριο υπάρχει, από το πώς πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Ή μήπως θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε σ' εξυπνάδα ― εσείς που είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα, και τους Πελοποννησίους για συμμάχους, κι όμως νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν!


Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε. Ίσα ίσα, κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι είστε και πιστοί στον όρκο σας και θεοφοβούμενοι!»
Αυτά είπε κι άλλα παρόμοια, κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή, παρά να εφαρμοστεί το παλιό πολίτευμα• κατόπιν διέλυσε τη Συνέλευση.

Εκείνο τον καιρό διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο, μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ' αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους.
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002

Αφού, λοιπόν, ξεκίνησαν αυτοί για τη Σπάρτη, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι ολιγαρχικοί (της Αθήνας), λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τους εαυτούς τους και τα τείχη τους στους Λακεδαιμονίους, για να κάνουν ό,τι θέλουν. Έλεγαν, όμως, ότι είχαν την απαίτηση, αν οι επαναστάτες ομολογούσαν ότι είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.

Όταν άκουσαν όλα αυτά οι έφοροι και η συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα δεκαπέντε άνδρες μ' εντολή να συνεργαστούν με τον Παυσανία για συμφιλίωση, όπως θα μπορέσουν καλύτερα. Αυτοί τους συμφιλίωσαν με ορούς να ζουν μεταξύ τους ειρηνικά, να επιστρέψουν στα σπίτια τους όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα άρχοντες του Πειραιά. Όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, αποφάσισαν ότι μπορούσε να μετοικήσει στην Ελευσίνα.

Αφού τέλειωσαν αυτά, ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες, αφού ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη, πρόσφεραν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν οι στρατηγοί, ο Θρασύβουλος έβγαλε λόγο ως εξής:

«Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε. Και θα το καταλάβετε καλύτερα, αν σκεφτείτε για ποιο λόγο πρέπει να είσθε τόσο υπεροπτικοί, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Μήπως είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός, αν και είναι πολύ φτωχότερος από σας, ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον. Εσείς, αντίθετα, αν και είστε οι πιο πλούσιοι απ' όλους, έχετε κάνει πολλές ατιμίες στο βωμό του κέρδους. Αφού, λοιπόν, δεν σας διακρίνει καμιά δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να περηφανεύεσθε για την παλικαριά σας.

Αλλά ποιο κριτήριο θα ήταν καλύτερο γι αυτό από τον τρόπο του πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Αλλά θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε στην εξυπνάδα, εσείς που, αν και είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα και τους Πελοποννησίους ως συμμάχους, νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Μήπως νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Πώς, αφού, όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παρέδωσαν στον αδικημένο τούτο λαό και σηκώθηκαν και έφυγαν;

Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε, αλλά κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι και παραμένετε πιστοί στον όρκο σας και είσθε θεοφοβούμενοι!»
Αφού είπε αυτά κι άλλα παρόμοια κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή αλλά να εφαρμοστούν οι παλαιότεροι νόμοι, διέλυσε τη συνέλευση. Κι αφού διόρισαν άρχοντες, ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή.

Αργότερα, όταν έμαθαν ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, αφού έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους, τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν, όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, και τους άλλους, αφού έστειλαν φίλους και συγγενείς, τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Κι αφού έδωσαν όρκους ότι ειλικρινά δε θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί ως συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί τηρούν πιστά τους όρκους τους.