ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.4.18–2.4.23
[2.4.18]
Ταῦτα δ’ εἰπὼν
καὶ μεταστραφεὶς
πρὸς τοὺς ἐναντίους,
ἡσυχίαν εἶχε·
καὶ γὰρ ὁ
μάντις παρήγγελλεν
αὐτοῖς μὴ πρότερον
ἐπιτίθεσθαι, πρὶν
[ἂν] τῶν σφετέρων
ἢ πέσοι τις ἢ
τρωθείη· ἐπειδὰν
μέντοι τοῦτο
γένηται, ἡγησόμεθα
μέν, ἔφη, ἡμεῖς,
νίκη δ’ ὑμῖν
ἔσται ἑπομένοις,
ἐμοὶ μέντοι
θάνατος, ὥς
γέ μοι δοκεῖ.
[2.4.19]
καὶ οὐκ ἐψεύσατο,
ἀλλ’ ἐπεὶ ἀνέλαβον
τὰ ὅπλα, αὐτὸς
μὲν ὥσπερ ὑπὸ
μοίρας τινὸς
ἀγόμενος ἐκπηδήσας
πρῶτος ἐμπεσὼν
τοῖς πολεμίοις
ἀποθνῄσκει, καὶ
τέθαπται ἐν
τῇ διαβάσει τοῦ
Κηφισοῦ· οἱ δ’ ἄλλοι
ἐνίκων καὶ
κατεδίωξαν μέχρι τοῦ
ὁμαλοῦ. ἀπέθανον
δ’ ἐνταῦθα τῶν
μὲν τριάκοντα Κριτίας
τε καὶ Ἱππόμαχος,
τῶν δὲ ἐν
Πειραιεῖ δέκα ἀρχόντων
Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος,
τῶν δ’ ἄλλων περὶ
ἑβδομήκοντα. καὶ
τὰ μὲν ὅπλα
ἔλαβον, τοὺς
δὲ χιτῶνας οὐδενὸς
τῶν πολιτῶν
ἐσκύλευσαν. ἐπεὶ
δὲ τοῦτο ἐγένετο
καὶ τοὺς νεκροὺς
ὑποσπόνδους ἀπεδίδοσαν,
προσιόντες ἀλλήλοις
πολλοὶ διελέγοντο.
[2.4.20]
Κλεόκριτος δὲ
ὁ τῶν μυστῶν
κῆρυξ, μάλ’ εὔφωνος
ὤν, κατασιωπησάμενος
ἔλεξεν· Ἄνδρες
πολῖται, τί ἡμᾶς
ἐξελαύνετε; τί
ἀποκτεῖναι βούλεσθε;
ἡμεῖς γὰρ
ὑμᾶς κακὸν
μὲν οὐδὲν
πώποτε ἐποιήσαμεν,
μετεσχήκαμεν δὲ
ὑμῖν καὶ
ἱερῶν τῶν
σεμνοτάτων καὶ θυσιῶν
καὶ ἑορτῶν
τῶν καλλίστων, καὶ
συγχορευταὶ καὶ συμφοιτηταὶ
γεγενήμεθα καὶ
συστρατιῶται, καὶ
πολλὰ μεθ’ ὑμῶν
κεκινδυνεύκαμεν καὶ
κατὰ γῆν καὶ
κατὰ θάλατταν ὑπὲρ
τῆς κοινῆς ἀμφοτέρων
ἡμῶν σωτηρίας
τε καὶ ἐλευθερίας.
[2.4.21]
πρὸς θεῶν πατρῴων
καὶ μητρῴων καὶ
συγγενείας καὶ κηδεστίας
καὶ ἑταιρίας,
πάντων γὰρ τούτων
πολλοὶ κοινωνοῦμεν
ἀλλήλοις, αἰδούμενοι
καὶ θεοὺς καὶ
ἀνθρώπους παύσασθε
ἁμαρτάνοντες εἰς
τὴν πατρίδα, καὶ
μὴ πείθεσθε τοῖς
ἀνοσιωτάτοις τριάκοντα,
οἳ ἰδίων
κερδέων ἕνεκα ὀλίγου
δεῖν πλείους ἀπεκτόνασιν
Ἀθηναίων ἐν
ὀκτὼ μησὶν
ἢ πάντες Πελοποννήσιοι
δέκα ἔτη πολεμοῦντες.
[2.4.22]
ἐξὸν δ’ ἡμῖν
ἐν εἰρήνῃ
πολιτεύεσθαι, οὗτοι
τὸν πάντων αἴσχιστόν
τε καὶ χαλεπώτατον καὶ
ἀνοσιώτατον καὶ
ἔχθιστον καὶ
θεοῖς καὶ ἀνθρώποις
πόλεμον ἡμῖν
πρὸς ἀλλήλους
παρέχουσιν. ἀλλ’
εὖ γε μέντοι ἐπίστασθε
ὅτι καὶ τῶν
νῦν ὑφ’ ἡμῶν
ἀποθανόντων οὐ
μόνον ὑμεῖς
ἀλλὰ καὶ
ἡμεῖς ἔστιν
οὓς πολλὰ κατεδακρύσαμεν.
Ὁ μὲν τοιαῦτα
ἔλεγεν· οἱ
δὲ λοιποὶ ἄρχοντες
καὶ διὰ τὸ
τοιαῦτα προσακούειν
τοὺς μεθ’ αὑτῶν
ἀπήγαγον εἰς
τὸ ἄστυ.
[2.4.23]
τῇ δ’ ὑστεραίᾳ
οἱ μὲν τριάκοντα
πάνυ δὴ ταπεινοὶ καὶ
ἔρημοι συνεκάθηντο
ἐν τῷ συνεδρίῳ·
τῶν δὲ τρισχιλίων
ὅπου ἕκαστοι τεταγμένοι
ἦσαν, πανταχοῦ
διεφέροντο πρὸς
ἀλλήλους. ὅσοι
μὲν γὰρ ἐπεποιήκεσάν
τι βιαιότερον καὶ ἐφοβοῦντο,
ἐντόνως ἔλεγον
ὡς οὐ χρείη
καθυφίεσθαι τοῖς
ἐν Πειραιεῖ·
ὅσοι δὲ ἐπίστευον
μηδὲν ἠδικηκέναι,
αὐτοί τε ἀνελογίζοντο
καὶ τοὺς ἄλλους
ἐδίδασκον ὡς
οὐδὲν δέοιντο
τούτων τῶν κακῶν,
καὶ τοῖς τριάκοντα
οὐκ ἔφασαν χρῆναι
πείθεσθαι οὐδ’
ἐπιτρέπειν ἀπολλύναι
τὴν πόλιν. καὶ
τὸ τελευταῖον
ἐψηφίσαντο ἐκείνους
μὲν καταπαῦσαι,
ἄλλους δὲ
ἑλέσθαι. καὶ
εἵλοντο δέκα,
ἕνα ἀπὸ
φυλῆς.
|
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]
Αφού τέλειωσε,
γύρισε προς το μέρος των εχθρών και περίμενε, επειδή ο μάντης συμβούλευε να
μην επιτεθούν προτού σκοτωθεί ή πληγωθεί κάποιος δικός τους. «Έπειτα», είπε ο
μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις, που θα 'ρθετε ξοπίσω μας, θα
νικήσετε ― εγώ όμως νομίζω πως θα σκοτωθώ».
Και δεν βγήκε
ψεύτης: όταν άδραξαν τ' άρματα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα
στους εχθρούς ―λες και τον οδηγούσε κάποιο ριζικό― και σκοτώθηκε. (Είναι
θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού). Οι άλλοι ωστόσο νίκησαν και καταδίωξαν τον
εχθρό ως το ίσιωμα. Εκεί σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο
Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνος κι από
τους υπόλοιπους άνδρες τους κάπου εβδομήντα. Οι επαναστάτες πήραν τα όπλα των
σκοτωμένων, κανενός πολίτη όμως δεν πείραξαν τα ρούχα.
Μετά απ' αυτά,
καθώς έγινε εκεχειρία για την παραλαβή των νεκρών, πολλοί από τις δύο
παρατάξεις σίμωσαν ο ένας τον άλλο κι έπιασαν κουβέντα.
Τότε ο Κλεόκριτος,
ο κήρυκας των Μυστηρίων που είχε πολύ καλή φωνή, έκανε τους άλλους να
σωπάσουν κι είπε: «Πολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας
σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας πειράξαμε σε τίποτα. Ίσα ίσα, μαζί σας έχουμε
πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια, σε θυσίες, στις λαμπρότερες τελετές· μαζί
έχουμε χορέψει και σπουδάσει και πολεμήσει· μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές
φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων
μας.
Στ' όνομα των
προγονικών μας θεών, στ' όνομα των δεσμών που μας ενώνουν ―γιατί πολλοί από
μας έχουν αναμεταξύ τους συγγένεια, συμπεθεριό ή φιλία― ντραπείτε θεούς κι
ανθρώπους, πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα! Μην ακούτε τους Τριάντα! Δεν
έχουν ιερό και όσιο αυτοί, που για το δικό τους κέρδος κοντεύουν να 'χουν
σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι
Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου!
Εκεί που μπορούσαμε
να ζούμε ειρηνικά σαν συμπολίτες, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο
ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο απ' όλους τους πολέμους ― σ' εμφύλιο σπαραγμό! Κι
όμως να το ξέρετε καλά, ότι ανάμεσα σ' αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε είναι
μερικοί που τους κλαίμε κι εμείς το ίδιο πικρά όσο και σεις!»
Έτσι μίλησε ο
Κλεόκριτος· καθώς ακούγονταν κι αυτά πάνω σ' όσα άλλα είχαν συμβεί, οι
υπόλοιποι ηγέτες των ολιγαρχικών πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν
πίσω στην πόλη.
Την άλλη μέρα οι
Τριάντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, ταπεινωμένοι κι
εγκαταλειμμένοι· ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου
είχαν τοποθετηθεί, ξέσπασαν παντού διαφωνίες: όσοι ευθύνονταν για σοβαρότερα
αδικήματα, και γι' αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με πάθος ότι δεν έπρεπε να
υποχωρήσουν στους επαναστάτες· όσοι πάλι δεν είχαν κανένα κρίμα στη συνείδησή
τους σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους ―κι εξηγούσαν και στους άλλους― ότι
αυτές οι συμφορές ήταν περιττές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα,
μήτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά αποφάσισαν με ψηφοφορία
να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες· κι όρισαν δέκα, έναν από
κάθε φυλή.
|
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002
Αφού είπε αυτά και
γύρισε προς το μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί, ο μάντης συμβούλευε αυτούς
να μην επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή τραυματισθεί κάποιος δικός τους• «κι όταν
γίνει αυτό», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις που θα
ακολουθήσετε, θα νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα σκοτωθώ».
Και δε διαψεύστηκε,
αλλά, όταν πήραν τα όπλα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους
εχθρούς, λες και τον οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και σκοτώθηκε και
βρίσκεται θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού· οι άλλοι ωστόσο νικούσαν και
καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ' αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν από τους
Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο
Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου εβδομήντα. Οι
νικητές πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, όμως κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους
χιτώνες.
Αφού έγινε αυτό και
έδωσαν, ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς για ταφή, πολλοί από τις δύο
παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους συζήτηση.
Τότε ο Κλεόκριτος,
ο κήρυκας των μυστηρίων, που είχε και πολύ καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους
άλλους σιωπή, είπε: «Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας
σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα μαζί σας
έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και στις λαμπρότερες
τελετές, μαζί επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε σπουδάσει και έχουμε
πολεμήσει και μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη
θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας.
Στ' όνομα των θεών
που προστατεύουν την οικογένεια, στ' όνομα των συγγενικών δεσμών και του
συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας,
ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην
ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος
κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ'
όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου.
Ενώ μπορούσαμε να
ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο
ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι
μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το
ίδιο πικρά τους κλαίμε».
Αυτός, λοιπόν, αυτά
έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους
άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη.
Την άλλη μέρα οι
Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι
εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου
είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει
σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν
έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν
για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για
λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για
τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους
αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να
τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από
κάθε φυλή.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου