ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ,
2.1.16–2.1.32
[2.1.16] οἱ
δ’ Ἀθηναῖοι ἐκ
τῆς Σάμου ὁρμώμενοι
τὴν βασιλέως
κακῶς ἐποίουν,
καὶ ἐπὶ
τὴν Χίον καὶ
τὴν Ἔφεσον ἐπέπλεον,
καὶ παρεσκευάζοντο
πρὸς ναυμαχίαν,
καὶ στρατηγοὺς
πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι
προσείλοντο Μένανδρον,
Τυδέα, Κηφισόδοτον.
[2.1.17] Λύσανδρος
δ’ ἐκ τῆς Ῥόδου
παρὰ τὴν Ἰωνίαν
ἐκπλεῖ πρὸς
τὸν Ἑλλήσποντον
πρός τε τῶν πλοίων
τὸν ἔκπλουν καὶ ἐπὶ
τὰς ἀφεστηκυίας
αὐτῶν πόλεις.
ἀνήγοντο δὲ
καὶ οἱ Ἀθηναῖοι
ἐκ τῆς Χίου
πελάγιοι· [2.1.18] ἡ
γὰρ Ἀσία
πολεμία αὐτοῖς
ἦν. Λύσανδρος δ’ ἐξ
Ἀβύδου παρέπλει
εἰς Λάμψακον σύμμαχον
οὖσαν Ἀθηναίων·
καὶ οἱ Ἀβυδηνοὶ
καὶ οἱ ἄλλοι
παρῆσαν πεζῇ.
ἡγεῖτο δὲ
Θώραξ Λακεδαιμόνιος.
[2.1.19] προσβαλόντες
δὲ τῇ πόλει
αἱροῦσι κατὰ
κράτος, καὶ
διήρπασαν οἱ
στρατιῶται οὖσαν πλουσίαν
καὶ οἴνου καὶ
σίτου
καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων πλήρη· τὰ δὲ ἐλεύθερα σώματα πάντα ἀφῆκε Λύσανδρος. [2.1.20] οἱ δ’ Ἀθηναῖοι κατὰ πόδας πλέοντες ὡρμίσαντο τῆς Χερρονήσου ἐν Ἐλαιοῦντι ναυσὶν ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατόν. ἐνταῦθα δὴ ἀριστοποιουμένοις αὐτοῖς ἀγγέλλεται τὰ περὶ Λάμψακον, καὶ εὐθὺς ἀνήχθησαν εἰς Σηστόν.
[2.1.21] ἐκεῖθεν
δ’ εὐθὺς ἐπισιτισάμενοι
ἔπλευσαν
εἰς Αἰγὸς ποταμοὺς ἀντίον τῆς Λαμψάκου· διεῖχε δ’ ὁ Ἑλλήσποντος ταύτῃ σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα. ἐνταῦθα δὴ ἐδειπνοποιοῦντο. [2.1.22] Λύσανδρος δὲ τῇ ἐπιούσῃ νυκτί, ἐπεὶ ὄρθρος ἦν, ἐσήμηνεν εἰς τὰς ναῦς ἀριστοποιησαμένους εἰσβαίνειν, πάντα δὲ παρασκευασάμενος ὡς εἰς ναυμαχίαν καὶ τὰ παραβλήματα παραβάλλων, προεῖπεν ὡς μηδεὶς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως μηδὲ ἀνάξοιτο.
[2.1.23] οἱ
δὲ Ἀθηναῖοι
ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνίσχοντι ἐπὶ τῷ λιμένι παρετάξαντο ἐν μετώπῳ ὡς εἰς ναυμαχίαν. ἐπεὶ δὲ οὐκ ἀντανήγαγε Λύσανδρος, καὶ τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν, ἀπέπλευσαν πάλιν εἰς τοὺς Αἰγὸς ποταμούς. [2.1.24] Λύσανδρος δὲ τὰς ταχίστας τῶν νεῶν ἐκέλευσεν ἕπεσθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ἐπειδὰν δὲ ἐκβῶσι, κατιδόντας ὅ τι ποιοῦσιν ἀποπλεῖν καὶ αὐτῷ ἐξαγγεῖλαι. καὶ οὐ πρότερον ἐξεβίβασεν ἐκ τῶν νεῶν πρὶν αὗται ἧκον. ταῦτα δ’ ἐποίει τέτταρας ἡμέρας· καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐπανήγοντο.
[2.1.25] Ἀλκιβιάδης
δὲ κατιδὼν ἐκ
τῶν τειχῶν τοὺς
μὲν
Ἀθηναίους ἐν αἰγιαλῷ ὁρμοῦντας καὶ πρὸς οὐδεμιᾷ πόλει, τὰ δ’ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας πεντεκαίδεκα σταδίους ἀπὸ τῶν νεῶν, τοὺς δὲ πολεμίους ἐν λιμένι καὶ πρὸς πόλει ἔχοντας πάντα, οὐκ ἐν καλῷ ἔφη αὐτοὺς ὁρμεῖν, ἀλλὰ μεθορμίσαι εἰς Σηστὸν παρῄνει πρός τε λιμένα καὶ πρὸς πόλιν· [2.1.26] οὗ ὄντες ναυμαχήσετε, ἔφη, ὅταν βούλησθε. οἱ δὲ στρατηγοί, μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος, ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν· αὐτοὶ γὰρ νῦν στρατηγεῖν, οὐκ ἐκεῖνον. καὶ ὁ μὲν ᾤχετο.
[2.1.27] Λύσανδρος
δ’, ἐπεὶ ἦν
ἡμέρα πέμπτη
ἐπιπλέουσι τοῖς Ἀθηναίοις, εἶπε τοῖς παρ’ αὐτοῦ ἑπομένοις, ἐπὰν κατίδωσιν αὐτοὺς ἐκβεβηκότας καὶ ἐσκεδασμένους κατὰ τὴν Χερρόνησον, ὅπερ ἐποίουν πολὺ μᾶλλον καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, τά τε σιτία πόρρωθεν ὠνούμενοι καὶ καταφρονοῦντες δὴ τοῦ Λυσάνδρου, ὅτι οὐκ ἀντανῆγεν, ἀποπλέοντας τοὔμπαλιν παρ’ αὐτὸν ἆραι ἀσπίδα κατὰ μέσον τὸν πλοῦν. οἱ δὲ ταῦτα ἐποίησαν ὡς ἐκέλευσε.
[2.1.28] Λύσανδρος
δ’ εὐθὺς
ἐσήμηνε τὴν ταχίστην πλεῖν· συμπαρῄει δὲ καὶ Θώραξ τὸ πεζὸν ἔχων. Κόνων δὲ ἰδὼν τὸν ἐπίπλουν, ἐσήμηνεν εἰς τὰς ναῦς βοηθεῖν κατὰ κράτος. διεσκεδασμένων δὲ τῶν ἀνθρώπων, αἱ μὲν τῶν νεῶν δίκροτοι ἦσαν, αἱ δὲ μονόκροτοι, αἱ δὲ παντελῶς κεναί· ἡ δὲ Κόνωνος καὶ ἄλλαι περὶ αὐτὸν ἑπτὰ πλήρεις ἀνήχθησαν ἁθρόαι καὶ ἡ Πάραλος, τὰς δ’ ἄλλας πάσας Λύσανδρος ἔλαβε πρὸς τῇ γῇ. τοὺς δὲ πλείστους ἄνδρας ἐν τῇ γῇ συνέλεξεν· οἱ δὲ καὶ ἔφυγον εἰς τὰ τειχύδρια.
[2.1.29] Κόνων
δὲ ταῖς ἐννέα
ναυσὶ φεύγων, ἐπεὶ
ἔγνω
τῶν Ἀθηναίων τὰ πράγματα διεφθαρμένα, κατασχὼν ἐπὶ τὴν Ἀβαρνίδα τὴν Λαμψάκου ἄκραν ἔλαβεν αὐτόθεν τὰ μεγάλα τῶν Λυσάνδρου νεῶν ἱστία, καὶ αὐτὸς μὲν ὀκτὼ ναυσὶν ἀπέπλευσε παρ’ Εὐαγόραν εἰς Κύπρον, ἡ δὲ Πάραλος εἰς τὰς Ἀθήνας ἀπαγγελοῦσα τὰ γεγονότα.
[2.1.30] Λύσανδρος
δὲ τάς τε ναῦς καὶ τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τἆλλα πάντα εἰς Λάμψακον ἀπήγαγεν, ἔλαβε δὲ καὶ τῶν στρατηγῶν ἄλλους τε καὶ Φιλοκλέα καὶ Ἀδείμαντον. ᾗ δ’ ἡμέρᾳ ταῦτα κατειργάσατο, ἔπεμψε Θεόπομπον τὸν Μιλήσιον λῃστὴν εἰς Λακεδαίμονα ἀπαγγελοῦντα τὰ γεγονότα, ὃς ἀφικόμενος τριταῖος ἀπήγγειλε.
[2.1.31] μετὰ
δὲ ταῦτα Λύσανδρος
ἁθροίσας
τοὺς συμμάχους ἐκέλευσε βουλεύεσθαι περὶ τῶν αἰχμαλώτων. ἐνταῦθα δὴ κατηγορίαι ἐγίγνοντο πολλαὶ τῶν Ἀθηναίων, ἅ τε ἤδη παρενενομήκεσαν καὶ ἃ ἐψηφισμένοι ἦσαν ποιεῖν, εἰ κρατήσειαν τῇ ναυμαχίᾳ, τὴν δεξιὰν χεῖρα ἀποκόπτειν τῶν ζωγρηθέντων πάντων, καὶ ὅτι λαβόντες δύο τριήρεις, Κορινθίαν καὶ Ἀνδρίαν, τοὺς ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πάντας κατακρημνίσειαν· Φιλοκλῆς δ’ ἦν στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων, ὃς τούτους διέφθειρεν. [2.1.32] ἐλέγετο δὲ καὶ ἄλλα πολλά, καὶ ἔδοξεν ἀποκτεῖναι τῶν αἰχμαλώτων ὅσοι ἦσαν Ἀθηναῖοι πλὴν Ἀδειμάντου, ὅτι μόνος ἐπελάβετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ περὶ τῆς ἀποτομῆς τῶν χειρῶν ψηφίσματος· ᾐτιάθη μέντοι ὑπό τινων προδοῦναι τὰς ναῦς.
Λύσανδρος
δὲ Φιλοκλέα
πρῶτον ἐρωτήσας,
ὃς τοὺς Ἀνδρίους
καὶ
Κορινθίους κατεκρήμνισε, τί εἴη ἄξιος παθεῖν ἀρξάμενος εἰς Ἕλληνας παρανομεῖν, ἀπέσφαξεν. |
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966] 2000. Ξενοφώντος
Ελληνικά. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ωκεανίδα. [1η έκδ. Αθήνα: Γαλαξίας].
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι, έχοντας τη Σάμο για ορμητήριο, λεηλατούσαν τα
εδάφη του Βασιλέως, έκαναν επιδρομές στη Χίο και στην Έφεσο κι ετοιμάζονταν
για ναυμαχία· εκλέξαν και καινούργιους στρατηγούς ―κοντά σ' αυτούς που είχαν
κιόλας― τον Μένανδρο, τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο.
Ο Λύσανδρος έκανε πανιά από τη Ρόδο, παραπλέοντας την Ιωνία, προς τον
Ελλήσποντο· στόχος του ήταν το πέρασμα των εμπορικών πλοίων κι οι πόλεις που
είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους. Ξεκίνησαν κι οι Αθηναίοι περνώντας
από τ' ανοιχτά της Χίου, επειδή οι ασιατικές ακτές ήταν στα χέρια του εχθρού.
Από την Άβυδο ο Λύσανδρος έβαλε πλώρη, ακολουθώντας την παραλία, για τη
Λάμψακο, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων· οι Αβυδηνοί κι οι άλλοι σύμμαχοι
ακολουθούσαν από τη στεριά, μ' αρχηγό τον Θώρακα τον Λακεδαιμόνιο.
Έκαναν επίθεση στην πόλη, την κατέλαβαν μ' έφοδο και καθώς ήταν
πλούσια ― γεμάτη τροφές, κρασί κι άλλες προμήθειες οι στρατιώτες τη
λεηλάτησαν· τους πολίτες ωστόσο τους άφησε ο Λύσανδρος όλους ελεύθερους.
Οι Αθηναίοι, που τους ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στην
Ελαιούντα της Χερσονήσου μ' εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που έτρωγαν εκεί
για μεσημέρι έμαθαν τα νέα για τη Λάμψακο· αμέσως ξεκίνησαν για τη Σηστό,
όπου εφοδιάστηκαν με τροφές, κι από κει πήγαν στους Αιγός Ποταμούς,
αντίκρυ στη Λάμψακο ― εκεί που ο Ελλήσποντος έχει πλάτος κάπου δεκαπέντε
στάδια. Τ' άλλο πρωί με τα χαράματα ο Λύσανδρος έδωσε παράγγελμα στα
πληρώματα να φάνε και να επιβιβαστούν· αφού έκαναν όμως όλες τις
προετοιμασίες για ναυμαχία και σήκωσαν τις λινάτσες στα πλευρά των πλοίων,
πρόσταξε να μην κουνηθεί κανένα από τη θέση του μήτε ν' ανοιχτεί.
Με την ανατολή του ήλιου οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν κατά μέτωπο έξω από
το λιμάνι, έτοιμοι για ναυμαχία· όταν ωστόσο πέρασε η μέρα δίχως ο Λύσανδρος
να βγει να τους απαντήσει, επέστρεψαν στους Αιγός Ποταμούς. Τότε ο Λύσανδρος
πρόσταξε τα γοργότερα καράβια του ν' ακολουθήσουν τους Αθηναίους, να
παρατηρήσουν τι θα κάνουν μετά την αποβίβασή τους και να γυρίσουν να του
αναφέρουν. Στο μεταξύ, ώσπου να επιστρέψουν αυτά, δεν έβγαλε τα πληρώματα από
τα πλοία. Τέσσερις μέρες ακολούθησε
αυτή την τακτική, και κάθε φορά οι Αθηναίοι έβγαζαν τον στόλο τους στο
πέλαγο.
Ο Αλκιβιάδης ωστόσο έβλεπε από τον πύργο του τους Αθηναίους
αραγμένους σ' ανοιχτή ακρογιαλιά, μακριά από πόλη, κι αναγκασμένους ν'
ανεφοδιάζονται από τη Σηστό που απείχε δεκαπέντε στάδια ― ενώ ο εχθρός
ναυλοχούσε σε λιμάνι, κοντά σε πόλη, και δεν του 'λειπε τίποτα. Είπε λοιπόν
στους Αθηναίους ότι δεν είχαν αγκυροβολήσει σε κατάλληλο μέρος και τους
συμβούλεψε να μεταφερθούν στη Σηστό, όπου θα 'χαν λιμάνι και πόλη: «Από κει»,
τους είπε, «μπορείτε να ναυμαχήσετε όποτε θελήσετε». Οι στρατηγοί όμως ―και
ιδίως ο Τυδεύς κι ο Μένανδρος― τον έδιωξαν λέγοντας ότι τη διοίκηση είχαν
τώρα αυτοί κι όχι εκείνος. Κι ο Αλκιβιάδης έφυγε.
Την πέμπτη μέρα που παρουσιάστηκαν οι Αθηναίοι, ο Λύσανδρος έδωσε
διαταγές σ' εκείνους που έστελνε ξοπίσω τους: μόλις τους έβλεπαν ν'
αποβιβάζονται και να σκορπίζουν στη Χερσόνησο (πράγμα που οι Αθηναίοι έκαναν
κάθε μέρα κυρίως επειδή αναγκάζονταν ν' αγοράζουν τροφές από μακριά, αλλά κι
επειδή περιφρονούσαν τον Λύσανδρο που δεν έβγαινε να τους αντιμετωπίσει), να
γυρίσουν πίσω και στα μισά της διαδρομής να σηκώσουν ψηλά μιαν ασπίδα. Οι
διαταγές του εκτελέστηκαν.
Τότε ο Λύσανδρος έδωσε αμέσως παράγγελμα να ξεκινήσει ο στόλος με τη
μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα· ο Θώραξ ακολουθούσε κι αυτός, με το πεζικό. Όταν
ο Κόνων είδε τον εχθρό να πλησιάζει, παρήγγειλε να τρέξουν αμέσως όλοι στα
καράβια. Καθώς όμως είχαν σκορπίσει τα πληρώματα, άλλα πλοία βρέθηκαν με δυο
σειρές κωπηλάτες μονάχα, άλλα με μία κι άλλα αδειανά. Το πλοίο του Κόνωνος κι
άλλα εφτά κοντινά του, που βρέθηκαν επανδρωμένα, βγήκαν όλα μαζί στ' ανοιχτά
με την «Πάραλο»· όλα τ' άλλα έμειναν στον γιαλό κι έπεσαν στα χέρια του
Λυσάνδρου. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αιχμαλωτίστηκε στη στεριά, αν και
μερικοί βρήκαν καταφύγιο στα οχυρώματα.
Καθώς έφευγε με τα εννιά πλοία του, ο Κόνων κατάλαβε πως η Αθήνα ήταν
χαμένη. Αποβιβάστηκε λοιπόν στην Αβαρνίδα, το ακρωτήρι της Λαμψάκου, και πήρε
τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου που βρίσκονταν εκεί· ύστερα ο ίδιος
με οχτώ πλοία έβαλε πλώρη για την Κύπρο, στον βασιλιά Ευαγόρα, κι η «Πάραλος»
για την Αθήνα, ν' αναγγείλει τα γεγονότα.
Στο μεταξύ ο Λύσανδρος οδήγησε τα πλοία, τους αιχμαλώτους (ανάμεσα σ'
αυτούς ήταν ο Φιλοκλής, ο Αδείμαντος κι άλλοι στρατηγοί) και τ' άλλα λάφυρα
στη Λάμψακο. Την ίδια μέρα της νίκης του εξάλλου έστειλε τον Θεόπομπο τον
Μιλήσιο, τον κουρσάρο, ν' αναγγείλει τα γεγονότα στη Λακεδαίμονα· αυτός
έφτασε εκεί τη μεθεπόμενη μέρα κι έδωσε αναφορά.
Έπειτα ο Λύσανδρος συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους είπε να
συσκεφθούν για την τύχη των αιχμαλώτων. Τότε κατηγορήθηκαν για πολλά οι
Αθηναίοι: για εγκλήματα που είχαν κάνει και γι' άλλα που είχε ψηφίσει η
Συνέλευσή τους να κάνουν αν κέρδιζαν τη ναυμαχία ― να κόψουν το δεξί χέρι σ'
όλους τους αιχμαλώτους. Τους κατηγόρησαν κι ότι είχαν ρίξει στη θάλασσα
ολόκληρο το πλήρωμα των πολεμικών που 'χαν πέσει στα χέρια τους, ενός
ανδριώτικου κι ενός κορινθιακού· ο Φιλοκλής ήταν ο Αθηναίος στρατηγός που
τους εξόντωσε. Ειπώθηκαν κι άλλα πολλά, κι αποφασίστηκε να εκτελέσουν όσους
αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι εκτός από τον Αδείμαντο (αυτός μονάχος, στη
Συνέλευση, είχε εναντιωθεί στο κόψιμο των χεριών ― μερικοί μάλιστα τον
κατηγόρησαν ότι προδίδει τον στόλο).
Ο Λύσανδρος ρώτησε πρώτο τον Φιλοκλή ποια τιμωρία του άξιζε ―αυτού,
που πρώτος παραβίασε τους νόμους του πολέμου ανάμεσα στους Έλληνες― και
κατόπιν τον έσφαξε.
|
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης.
2002. Ξενοφώντος Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια.
Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
Οι Αθηναίοι, με
ορμητήριο τη Σάμο, λεηλατούσαν τη χώρα του Πέρση βασιλιά και βάδιζαν με τα
πλοία τους εναντίον της Χίου και της Εφέσου και ετοιμάζονταν για ναυμαχία και
εξέλεξαν νέους στρατηγούς επιπλέον από αυτούς που είχαν, το Μένανδρο δηλαδή
και τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο.
Κι ο Λύσανδρος,
ξεκινώντας από τη Ρόδο, δίπλα από τα παράλια της Ιωνίας, εκπλέει προς τον
Ελλήσποντο, για να αντιμετωπίσει τα πλοία των Αθηναίων και τις πόλεις που
είχαν αποστατήσει απ' τη συμμαχία τους. Κι είχαν βγει από τη Χίο στα ανοιχτά
της θάλασσας και οι Αθηναίοι. Γιατί η Ασία ήταν εχθρική γι' αυτούς. Ο
Λύσανδρος, λοιπόν, από την Άβυδο κατευθυνόταν προς τη Λάμψακο, που ήταν
σύμμαχος των Αθηναίων. Οι Αβυδηνοί και οι άλλοι ακολουθούσαν από τη στεριά.
Αρχηγός τους ήταν ο Θώρακας ο Λακεδαιμόνιος.
Και, αφού
επιτέθηκαν εναντίον της πόλης, την κυριεύουν με έφοδο και οι στρατιώτες τη
λεηλάτησαν, καθώς ήταν πλούσια και γεμάτη με κρασί, σιτάρι και άλλα εφόδια.
Όλους τους πολίτες ο Λύσανδρος δεν τους πείραξε. Οι Αθηναίοι, που τους
ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα της Χερσονήσου με εκατόν
ογδόντα πλοία. Την ώρα που αυτοί έτρωγαν εκεί για μεσημέρι, τους
ανακοινώνονται τα σχετικά με την πτώση της Λαμψάκου και αμέσως ξανοίχτηκαν
στο πέλαγος κατευθυνόμενοι προς τη Σηστό.
Αφού εφοδιάστηκαν
με τρόφιμα, αμέσως αποκεί έπλευσαν για τους Αιγός ποταμούς, απέναντι από τη
Λάμψακο. Ο Ελλήσποντος σ' αυτό το σημείο είχε πλάτος περίπου δεκαπέντε
στάδια. Εκεί, ετοιμάζονταν για δείπνο. Την επόμενη νύχτα ο Λύσανδρος, αμέσως
μόλις ξημέρωσε, έδωσε το σύνθημα, αφού φάνε, αμέσως να επιβιβαστούν στα
καράβια και, αφού τακτοποίησε τα πάντα για επικείμενη ναυμαχία και αφού
τοποθέτησε στα πλάγια των πλοίων προστατευτικά παραπετάσματα, προειδοποίησε
να μην απομακρυνθεί κανείς από την παράταξή του ούτε να ξανοιχθεί στο
πέλαγος.
Παράλληλα, οι
Αθηναίοι με την ανατολή του ηλίου παρατάχτηκαν στο λιμάνι κατά μέτωπο, όπως
για ναυμαχία. Επειδή, μάλιστα, δε βγήκε κι ο Λύσανδρος για να τους
αντιμετωπίσει, ήταν και περασμένη η ώρα, γύρισαν πάλι στους Αιγός ποταμούς. Ο
Λύσανδρος διέταξε τα ταχύτερα από τα πλοία του να ακολουθήσουν τους Αθηναίους
και, μόλις αποβιβαστούν αυτοί, αφού τους κατασκοπεύσουν για ό,τι κάνουν, να
επιστρέψουν και να τον ενημερώσουν. Και δεν αποβίβασε τα πληρώματα των πλοίων
του, παρά αφού επέστρεψαν αυτά (τα ταχύπλοια πλοία του). Αυτό το έκανε για
τέσσερις συνεχόμενες μέρες. Και οι Αθηναίοι ξανοίγονταν καθημερινά στο
πέλαγος και επέστρεφαν στη βάση τους.
Ο Αλκιβιάδης,
επειδή έβλεπε από τα τείχη ότι οι Αθηναίοι αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και
μακριά από οποιαδήποτε πόλη και να προμηθεύονται τα τρόφιμα από τη Σηστό, που
απείχε από τα πλοία τους περίπου δεκαπέντε στάδια, ενώ οι εχθροί ήταν μέσα σε
λιμάνι και σε πόλη διαθέτοντας τα πάντα, τους γνωστοποίησε ότι δεν έχουν καλό
αραξοβόλι και τους συμβούλευσε να μετακομίσουν κοντά στο λιμάνι και στην
πόλη. «Αποκεί», είπε, «όταν θελήσετε, θα ναυμαχήσετε». Οι Αθηναίοι στρατηγοί,
περισσότερο ο Τυδέας και ο Μένανδρος, τον διέταξαν να φύγει, γιατί, τώρα ήταν
στρατηγοί αυτοί κι όχι εκείνος· κι αυτός πράγματι έφυγε.
Ο Λύσανδρος την
πέμπτη μέρα της εξόδου των Αθηναίων διέταξε αυτούς που τους ακολουθούσαν,
όταν τους δουν να αποβιβάζονται και να διασκορπίζονται στη Χερσόνησο, πράγμα
που έκαναν σχεδόν καθημερινά, γιατί προμηθεύονταν τα τρόφιμα από μακριά και
δε λογάριαζαν το Λύσανδρο, αφού δεν έβγαινε στο πέλαγος να τους
αντιμετωπίσει, να επιστρέψουν αμέσως κοντά του και να σηκώνουν για σύνθημα
μια ασπίδα στο μέσο της απόστασης μεταξύ τους. Αυτοί έκαναν αυτά, όπως
διατάχτηκαν.
Τότε ο Λύσανδρος
διέταξε αμέσως να επιτεθούν από τη θάλασσα. Κι ακολουθούσε και ο Θώρακας απ'
τη στεριά με το πεζικό. Μόλις ο Κόνωνας είδε την επιθετική κίνηση, διέταξε
τους ναύτες να τρέξουν αμέσως στα πλοία. Επειδή όμως οι ναύτες ήταν
διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί, άλλες από τις τριήρεις βρέθηκαν με δύο σειρές
κωπηλάτες, άλλες με μια σειρά κι άλλες τελείως άδειες· μόνο η τριήρης του
Κόνωνα και άλλες εφτά τριγύρω του με τα πληρώματα στη θέση τους ξανοίχτηκαν στο
πέλαγος καθώς και η Πάραλος, ενώ όλα τα άλλα τα έπιασε ο Λύσανδρος στην ακτή.
Τους περισσότερους ναύτες τους έπιασε στη στεριά. Μερικοί πρόλαβαν να φύγουν
στα κοντινά μικρά οχυρά.
Ο Κόνωνας,
απομακρυνόμενος με τα εννέα πλοία, όταν διαπίστωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν
καταστραφεί, αφού προσορμίστηκε στην Αβαρνίδα, ακρωτήριο της Λαμψάκου, άρπαξε
αποκεί τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου και ο ίδιος με οχτώ πλοία
απέπλευσε στον Ευαγόρα της Κύπρου, ενώ η Πάραλος απέπλευσε για την Αθήνα, για
να αναγγείλει τη συμφορά.
Ο Λύσανδρος
μετέφερε στη Λάμψακο τα πλοία και τους αιχμαλώτους και όλα τα υπόλοιπα και
έπιασε από τους στρατηγούς και άλλους και το Φιλοκλή και τον Αδείμαντο· την
ίδια μέρα που πέτυχε όλα αυτά έστειλε στη Σπάρτη το Μιλήσιο πειρατή Θεόπομπο,
για να ανακοινώσει τα γεγονότα, που έφτασε σε τρεις μέρες και τα ανακοίνωσε.
Ύστερα, ο Λύσανδρος
συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους πρότρεπε να αποφασίσουν για την τύχη των
αιχμαλώτων. Εδώ ακούστηκαν πολλά σε βάρος των Αθηναίων, και για όσες παρανομίες
είχαν διαπράξει και για όσες σκόπευαν με ψήφισμα να κάνουν, αν επικρατούσαν
στη ναυμαχία, να κόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όλων των αιχμαλώτων, και για το
ότι συνέλαβαν δυο πλοία, ένα Κορινθιακό κι ένα από την Άνδρο, και όλους τους
ναύτες αυτών τους έπνιξαν στη θάλασσα· κι ήταν ο Φιλοκλής, ο στρατηγός των
Αθηναίων, που τους σκότωσε. Ακούστηκαν και άλλα πολλά και αποφάσισαν να
σκοτώσουν όσους από τους αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι, εκτός από τον Αδείμαντο
που ήταν ο μόνος αντίθετος στην εκκλησία του δήμου για το ψήφισμα να κόψουν
τα χέρια (των αιχμαλώτων). Μάλιστα, κατηγορήθηκε από κάποιους ότι πρόδωσε το
στόλο.
Ο Λύσανδρος, αφού
πρώτα ρώτησε το Φιλοκλή που έπνιξε τους Ανδρίους και Κορίνθιους ναύτες, ποια
τιμωρία του αξίζει, καθώς πρώτος έκανε την αρχή των παρανομιών σε βάρος των
Ελλήνων, τον έσφαξε.
|
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ,
2.2.1–2.2.4
[2.2.1] Ἐπεὶ
δὲ τὰ ἐν
τῇ Λαμψάκῳ
κατεστήσατο, ἔπλει ἐπὶ
τὸ
Βυζάντιον καὶ Καλχηδόνα. οἱ δ’ αὐτὸν ὑπεδέχοντο, τοὺς τῶν Ἀθηναίων φρουροὺς ὑποσπόνδους ἀφέντες. οἱ δὲ προδόντες Ἀλκιβιάδῃ τὸ Βυζάντιον τότε μὲν ἔφυγον εἰς τὸν Πόντον, ὕστερον δ’ εἰς Ἀθήνας καὶ ἐγένοντο Ἀθηναῖοι.
[2.2.2] Λύσανδρος
δὲ τούς τε φρουροὺς
τῶν Ἀθηναίων
καὶ εἴ τινά που
ἄλλον ἴδοι Ἀθηναῖον,
ἀπέπεμπεν εἰς
τὰς Ἀθήνας,
διδοὺς ἐκεῖσε μόνον πλέουσιν ἀσφάλειαν, ἄλλοθι δ’ οὔ, εἰδὼς ὅτι ὅσῳ ἂν πλείους συλλεγῶσιν εἰς τὸ ἄστυ καὶ τὸν Πειραιᾶ, θᾶττον τῶν ἐπιτηδείων ἔνδειαν ἔσεσθαι. καταλιπὼν δὲ Βυζαντίου καὶ Καλχηδόνος Σθενέλαον ἁρμοστὴν Λάκωνα, αὐτὸς ἀποπλεύσας εἰς Λάμψακον τὰς ναῦς ἐπε- σκεύαζεν.
[2.2.3] Ἐν
δὲ ταῖς Ἀθήναις
τῆς Παράλου ἀφικομένης
νυκτὸς
ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγ- γέλλων· ὥστ’ ἐκείνης τῆς νυκτὸς οὐδεὶς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον τοὺς ἀπολωλότας πενθοῦντες, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶ ἑαυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οἷα ἐποίησαν Μηλίους τε Λακεδαιμονίων ἀποίκους ὄντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ, καὶ Ἱστιαιέας καὶ Σκιωναίους καὶ Τορωναίους καὶ Αἰγινήτας καὶ ἄλλους πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων.
[2.2.4]
τῇ δ’ ὑστεραίᾳ
ἐκκλησίαν
ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἔδοξε τούς τε λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνὸς καὶ τὰ τείχη εὐτρεπίζειν καὶ φυλακὰς ἐφιστάναι καὶ τἆλλα πάντα ὡς εἰς πολιορκίαν παρασκευάζειν τὴν πόλιν. |
Μτφρ. Ρ. Ρούφος.
[1966]
Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο, ο Λύσανδρος έβαλε
πλώρη για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα, όπου οι κάτοικοι τον δέχτηκαν, αφού
συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες·
εκείνοι πάλι που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα
στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες.
Στην Αθήνα έστελνε κι ο Λύσανδρος τις αθηναϊκές φρουρές, καθώς κι
όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε ― δεν εγγυόταν ασφάλεια παρά μόνο σ' αυτούς
που ταξίδευαν για κει, κι όχι γι' αλλού, με τη σκέψη ότι όσο περισσότεροι
μαζεύονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα
τρόφιμα. Τέλος άφησε αρμοστή στην Καλχηδόνα τον Λάκωνα Σθενέλαο και γύρισε
στη Λάμψακο να επισκευάσει τα πλοία του.
Νύχτα έφερε η «Πάραλος» την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα, και
θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα
περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ―
δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα,
πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους
(τους αποίκους των Λακεδαιμονίων που είχαν νικήσει κι υποτάξει), στους
Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς
άλλους Έλληνες.
Την άλλη μέρα ωστόσο συγκάλεσαν τη Συνέλευση, κι εκεί αποφάσισαν να
φράξουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να
εγκαταστήσουν σκοπιές και γενικά να ετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία.
|
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002
Μετά την
τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο (ο Λύσανδρος) απέπλευσε για το
Βυζάντιο και την Καλχηδόνα. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με
τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες. Εκείνοι, πάλι,
που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι
αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες.
Ο Λύσανδρος έστελνε
στην Αθήνα τους Αθηναίους φρουρούς καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε,
εγγυώμενος ασφάλεια μόνο σ' αυτούς που ταξίδευαν για κει και όχι για αλλού,
με τη σκέψη ότι, όσο περισσότεροι συγκεντρώνονταν στην πόλη και στον Πειραιά,
τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος, αφού άφησε ο ίδιος
διοικητή στο Βυζάντιο και στην Καλχηδόνα το Λάκωνα Σθενέλαο, αφού γύρισε στη
Λάμψακο, επισκεύαζε τα πλοία του.
Η «Πάραλος» έφερε
νύχτα την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα και θρήνος απλώθηκε από τον Πειραιά
μέσα απ' τα Μακρά Τείχη μέχρι την πόλη, καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε
στόμα. Έτσι, κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα, γιατί δεν έκλαιγαν μονάχα
τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα
πάθαιναν αυτά που είχαν κάνει και οι ίδιοι στους Μηλίους, τους αποίκους των
Λακεδαιμονίων, όταν τους κατέλαβαν ύστερα από πολιορκία, και στους Iστιαιείς,
στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους
Έλληνες.
Την άλλη μέρα
συγκάλεσαν συνέλευση κι εκεί αποφάσισαν να επιχωματώσουν τα λιμάνια τους
εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και να
ετοιμάσουν γενικά την πόλη για πολιορκία.
|
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ,
2.2.16–2.2.23
[2.2.16]
τοιούτων δὲ ὄντων
Θηραμένης εἶπεν ἐν
ἐκκλησίᾳ
ὅτι εἰ βούλονται αὐτὸν πέμψαι παρὰ Λύσανδρον, εἰδὼς ἥξει Λακεδαιμονίους πότερον ἐξανδραποδίσασθαι τὴν πόλιν βουλόμενοι ἀντέχουσι περὶ τῶν τειχῶν ἢ πίστεως ἕνεκα. πεμφθεὶς δὲ διέτριβε παρὰ Λυσάνδρῳ τρεῖς μῆνας καὶ πλείω, ἐπιτηρῶν ὁπότε Ἀθηναῖοι ἔμελλον διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον ἅπαντα ὅ τι τις λέγοι ὁμολογήσειν.
[2.2.17]
ἐπεὶ δὲ
ἧκε τετάρτῳ μηνί,
ἀπήγγειλεν ἐν
ἐκκλησίᾳ ὅτι
αὐτὸν Λύσανδρος
τέως μὲν κατέχοι,
εἶτα κελεύοι
εἰς Λακεδαίμονα
ἰέναι· οὐ γὰρ
εἶναι κύριος ὧν
ἐρωτῷτο ὑπ’
αὐτοῦ, ἀλλὰ
τοὺς ἐφόρους.
μετὰ ταῦτα ᾑρέθη
πρεσβευτὴς εἰς Λακεδαίμονα
αὐτοκράτωρ
δέκατος αὐτός.
[2.2.18]
Λύσανδρος δὲ
τοῖς ἐφόροις
ἔπεμψεν ἀγγελοῦντα
μετ’ ἄλλων Λακεδαιμονίων
Ἀριστοτέλην, φυγάδα
Ἀθηναῖον ὄντα,
ὅτι ἀποκρίναιτο
Θηραμένει ἐκείνους
κυρίους εἶναι εἰρήνης
καὶ πολέμου.
[2.2.19]
Θηραμένης δὲ καὶ
οἱ ἄλλοι
πρέσβεις ἐπεὶ ἦσαν ἐν Σελλασίᾳ, ἐρωτώμενοι δὲ ἐπὶ τίνι λόγῳ ἥκοιεν εἶπον ὅτι αὐτοκράτορες περὶ εἰρήνης, μετὰ ταῦτα οἱ ἔφοροι καλεῖν ἐκέλευον αὐτούς. ἐπεὶ δ’ ἧκον, ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἀντέλεγον Κορίνθιοι καὶ Θηβαῖοι μάλιστα, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τῶν Ἑλλήνων, μὴ σπένδεσθαι Ἀθηναίοις, ἀλλ’ ἐξαιρεῖν.
[2.2.20]
Λακεδαιμόνιοι δὲ οὐκ
ἔφασαν πόλιν
Ἑλληνίδα ἀνδραποδιεῖν
μέγα ἀγαθὸν
εἰργασμένην ἐν
τοῖς μεγίστοις κινδύνοις
γενομένοις τῇ Ἑλλάδι,
ἀλλ’ ἐποιοῦντο
εἰρήνην ἐφ’
ᾧ τά τε μακρὰ
τείχη καὶ τὸν
Πειραιᾶ καθελόντας καὶ
τὰς ναῦς πλὴν
δώδεκα παραδόντας
καὶ τοὺς φυγάδας
καθέντας τὸν αὐτὸν
ἐχθρὸν καὶ
φίλον νομίζοντας
Λακεδαι μονίοις ἕπεσθαι καὶ
κατὰ γῆν καὶ
κατὰ θάλατταν ὅποι
ἂν
ἡγῶνται.
[2.2.21]
Θηραμένης δὲ καὶ
οἱ σὺν αὐτῷ
πρέσβεις ἐπανέφερον
ταῦτα εἰς τὰς
Ἀθήνας. εἰσιόντας
δ’ αὐτοὺς ὄχλος
περιεχεῖτο πολύς, φοβούμενοι
μὴ ἄπρακτοι ἥκοιεν·
οὐ γὰρ ἔτι
ἐνεχώρει μέλλειν
διὰ τὸ πλῆθος
τῶν ἀπολλυμένων
τῷ
λιμῷ.
[2.2.22]
τῇ δὲ ὑστεραίᾳ
ἀπήγγελλον οἱ
πρέσβεις ἐφ’ οἷς
οἱ Λακεδαιμόνιοι
ποιοῖντο τὴν εἰρήνην·
προηγόρει δὲ αὐτῶν
Θηραμένης, λέγων ὡς χρὴ πείθεσθαι Λακεδαιμονίοις καὶ τὰ τείχη περιαιρεῖν. ἀντειπόντων δέ τινων αὐτῷ, πολὺ δὲ πλειόνων συνεπαινεσάντων, ἔδοξε δέχεσθαι τὴν εἰρήνην. [2.2.23] μετὰ δὲ ταῦτα Λύσανδρός τε κατέπλει εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ οἱ φυγάδες κατῇσαν καὶ τὰ τείχη κατέσκαπτον ὑπ’ αὐλητρίδων πολλῇ προθυμίᾳ, νομίζοντες ἐκείνην τὴν ἡμέραν τῇ Ἑλλάδι ἄρχειν τῆς ἐλευθερίας. |
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]
Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι
αν θελήσουν να τον στείλουν στον Λύσανδρο θα ξέρει, γυρίζοντας, για ποιον
λόγο είν' ανένδοτοι οι Λακεδαιμόνιοι στο ζήτημα των Τειχών ― αν το κάνουν με
σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να 'χουν κάποια εγγύηση. Όταν τον
έστειλαν, έμεινε κοντά στον Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες,
παραφυλάγοντας την ώρα που οι τροφές θα σώνονταν ολωσδιόλου κι οι Αθηναίοι θα
'ταν πρόθυμοι να δεχτούν ό,τι τους έλεγαν.
Γύρισε λοιπόν τον τέταρτο μήνα κι ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα ο
Λύσανδρος δεν τον άφηνε ως τότε να φύγει, και τώρα του λέει να πάει στη
Λακεδαίμονα επειδή δεν έχει ο ίδιος εξουσία ν' απαντήσει στις ερωτήσεις του,
παρά μόνο οι έφοροι. Τότε οι Αθηναίοι τον εκλέξαν να πάει στη Λακεδαίμονα
πρέσβης με γενική πληρεξουσιότητα, μαζί μ' άλλους εννιά.
Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντάς τους τον
Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους, Λακεδαιμονίους, ότι είπε του Θηραμένη
πως αυτοί μονάχα είχαν εξουσία ν' αποφασίζουν για πόλεμο και για ειρήνη.
Σαν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλασία και
τους ρώτησαν τι έρχονται να κάνουν, αποκρίθηκαν ότι έρχονται πληρεξούσιοι να
διαπραγματευτούν ειρήνη. Τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν, κι όταν
ήρθαν συγκάλεσαν Συνέλευση. Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και
ιδίως οι Κορίνθιοι κι οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη
με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν.
Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη
ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου
κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα· δέχτηκαν λοιπόν να γίνει ειρήνη
με τον όρο ότι οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του
Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω
τους εξόριστους, θα 'χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους
Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου
τους οδηγούν αυτοί.
Μ' αυτό το μήνυμα επέστρεψαν ο Θηραμένης κι οι άλλοι πρέσβεις στην
Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, τρέμοντας
μην τυχόν γύριζαν άπρακτοι· δεν άντεχαν άλλη αναβολή, τόσο πολλοί ήταν οι
θάνατοι από την πείνα.
Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανέφεραν τους όρους που έβαζαν οι
Λακεδαιμόνιοι για ειρήνη· στ' όνομα ολωνών μίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι
έπρεπε να εισακούσουν τους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Μερικοί
αντιμίλησαν, η μεγάλη πλειοψηφία όμως τον επιδοκίμασε κι αποφάσισαν να
δεχτούν την ειρήνη.
Μετά απ' αυτά ο
Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με
πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια ―
νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα.
|
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002.
Ενώ εκεί βρίσκονταν
τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στη συνέλευση ότι, αν θελήσουν να τον στείλουν
στο Λύσανδρο, θα γυρίσει ξέροντας για ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν
στο ζήτημα των τειχών, το κάνουν δηλαδή με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή
για να έχουν κάποια εγγύηση. Αφού στάλθηκε, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο
περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι θα αποφάσιζαν να
δεχτούν ό,τι τους πρότειναν, αφού θα τους τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα.
Αφού, λοιπόν,
γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανάφερε στη συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος τον
κρατούσε ως τότε δέσμιο και ότι τώρα τον συμβουλεύει να πάει στη Σπάρτη.
Γιατί, δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να απαντήσει στις ερωτήσεις του, αλλά οι
έφοροι. Ύστερα απ' αυτό εκλέχτηκε να πάει στη Σπάρτη ως πρέσβης με
απεριόριστες αρμοδιότητες μαζί μ' άλλους εννιά.
Στο μεταξύ ο
Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντας τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη
και άλλους Λακεδαιμονίους, ότι είπε στο Θηραμένη ότι αυτοί μόνο είχαν εξουσία
να αποφασίζουν για ειρήνη ή για πόλεμο.
Όταν έφτασε ο
Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλάσια και όταν τους ρώτησαν για
ποιο λόγο είχαν έλθει, αποκρίθηκαν ότι ήρθαν απόλυτα πληρεξούσιοι για την
ειρήνη, τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Κι όταν ήρθαν, συγκάλεσαν
συνέλευση, όπου αντιδρούσαν κυρίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αλλά και
πολλοί άλλοι Έλληνες (προτείνοντας) να μην κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους
αλλά να τους αφανίσουν.
Οι Λακεδαιμόνιοι,
όμως, δε συμφωνούσαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, που είχε προσφέρει
μέγιστες υπηρεσίες τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ
την Ελλάδα, αλλά δέχονταν να γίνει ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι να
γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, να παραδώσουν όλα τους τα
πλοία εκτός από δώδεκα, να φέρουν πίσω τους εξόριστους, να έχουν τους ίδιους
εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμόνιους και να εκστρατεύσουν μαζί τους στη
στεριά και τη θάλασσα, όπου τυχόν τους οδηγούν αυτοί.
Ο Θηραμένης και οι
άλλοι πρέσβεις μετέφεραν αυτές τις προτάσεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην
πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, φοβούμενοι μήπως γύρισαν άπρακτοι.
Γιατί, δε σήκωνε άλλη αναβολή, επειδή είχαν πεθάνει πολλοί από την πείνα.
Την άλλη μέρα οι
πρέσβεις ανάφεραν με ποιους όρους δέχονταν οι Λακεδαιμόνιοι την ειρήνη. Για
λογαριασμό όλων μιλούσε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να πεισθούν στους
Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Καθώς μερικοί αντιμίλησαν και η
μεγάλη πλειοψηφία τα επικρότησε, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
Μετά απ' αυτά ο
Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και με πολλή όρεξη
γκρέμιζαν τα Τείχη κάτω από τους ήχους των αυλητρίδων, με την ψευδαίσθηση ότι
κείνη τη μέρα άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας.
|
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.3.50–2.3.56
[2.3.50]
Ὡς δ’ εἰπὼν
ταῦτα ἐπαύσατο,
καὶ ἡ βουλὴ
δήλη ἐγένετο
εὐμενῶς ἐπιθορυβήσασα,
γνοὺς ὁ Κριτίας
ὅτι εἰ ἐπιτρέψοι
τῇ βουλῇ διαψηφίζεσθαι
περὶ αὐτοῦ,
ἀναφεύξοιτο, καὶ
τοῦτο οὐ βιωτὸν
ἡγησάμενος,
προσελθὼν καὶ διαλεχθείς
τι τοῖς τριάκοντα ἐξῆλθε,
καὶ ἐπιστῆναι
ἐκέλευσε τοὺς
τὰ ἐγχειρίδια
ἔχοντας φανερῶς
τῇ βουλῇ ἐπὶ
τοῖς δρυφάκτοις.
[2.3.51]
πάλιν δὲ εἰσελθὼν
εἶπεν· Ἐγώ,
ὦ βουλή, νομίζω
προστάτου ἔργον εἶναι
οἵου δεῖ, ὃς
ἂν ὁρῶν
τοὺς φίλους ἐξαπατωμένους
μὴ ἐπιτρέπῃ.
καὶ ἐγὼ
οὖν τοῦτο ποιήσω.
καὶ γὰρ οἵδε
οἱ ἐφεστηκότες οὔ
φασιν ἡμῖν ἐπιτρέψειν,
εἰ ἀνήσομεν
ἄνδρα τὸν φανερῶς
τὴν ὀλιγαρχίαν
λυμαινόμενον. ἔστι
δὲ ἐν τοῖς
καινοῖς νόμοις τῶν
μὲν ἐν τοῖς
τρισχιλίοις ὄντων μηδένα
ἀποθνῄσκειν ἄνευ
τῆς ὑμετέρας
ψήφου, τῶν δ’ ἔξω
τοῦ καταλόγου κυρίους
εἶναι τοὺς τριάκοντα
θανατοῦν. ἐγὼ οὖν,
ἔφη, Θηραμένην
τουτονὶ ἐξαλείφω
ἐκ τοῦ καταλόγου,
συνδοκοῦν ἅπασιν ἡμῖν.
καὶ τοῦτον, ἔφη,
ἡμεῖς θανατοῦμεν.
[2.3.52]
ἀκούσας ταῦτα
ὁ Θηραμένης ἀνεπήδησεν
ἐπὶ τὴν
ἑστίαν καὶ εἶπεν·
Ἐγὼ δ’, ἔφη,
ὦ ἄνδρες, ἱκετεύω
τὰ πάντων ἐννομώτατα,
μὴ ἐπὶ
Κριτίᾳ εἶναι ἐξαλείφειν
μήτε ἐμὲ
μήτε ὑμῶν
ὃν ἂν βούληται,
ἀλλ’ ὅνπερ νόμον
οὗτοι ἔγραψαν περὶ τῶν
ἐν τῷ καταλόγῳ,
κατὰ τοῦτον καὶ
ὑμῖν καὶ
ἐμοὶ τὴν
κρίσιν εἶναι.
[2.3.53]
καὶ τοῦτο μέν,
ἔφη, μὰ τοὺς
θεοὺς οὐκ ἀγνοῶ,
ὅτι οὐδέν
μοι ἀρκέσει ὅδε
ὁ βωμός, ἀλλὰ
βούλομαι καὶ
τοῦτο ἐπιδεῖξαι,
ὅτι οὗτοι οὐ
μόνον εἰσὶ
περὶ ἀνθρώπους
ἀδικώτατοι, ἀλλὰ
καὶ περὶ θεοὺς
ἀσεβέστατοι. ὑμῶν
μέντοι, ἔφη, ὦ
ἄνδρες καλοὶ
κἀγαθοί, θαυμάζω,
εἰ μὴ βοηθήσετε
ὑμῖν αὐτοῖς,
καὶ ταῦτα γιγνώσκοντες
ὅτι οὐδὲν
τὸ ἐμὸν
ὄνομα εὐεξαλειπτότερον
ἢ τὸ ὑμῶν
ἑκάστου.
[2.3.54]
ἐκ δὲ τούτου
ἐκέλευσε μὲν
ὁ τῶν τριάκοντα
κῆρυξ τοὺς ἕνδεκα
ἐπὶ τὸν
Θηραμένην· ἐκεῖνοι
δὲ εἰσελθόντες
σὺν τοῖς ὑπηρέταις,
ἡγουμένου αὐτῶν
Σατύρου τοῦ θρασυτάτου
τε καὶ ἀναιδεστάτου,
εἶπε μὲν ὁ
Κριτίας· Παραδίδομεν
ὑμῖν, ἔφη,
Θηραμένην τουτονὶ
κατακεκριμένον κατὰ
τὸν νόμον·
[2.3.55]
ὑμεῖς δὲ
λαβόντες καὶ
ἀπαγαγόντες οἱ
ἕνδεκα οὗ
δεῖ τὰ ἐκ
τούτων πράττετε. ὡς
δὲ ταῦτα εἶπεν,
εἷλκε μὲν ἀπὸ
τοῦ βωμοῦ ὁ Σάτυρος,
εἷλκον δὲ οἱ
ὑπηρέται. ὁ
δὲ Θηραμένης ὥσπερ
εἰκὸς καὶ
θεοὺς ἐπεκαλεῖτο
καὶ ἀνθρώπους
καθορᾶν τὰ γιγνόμενα.
ἡ δὲ βουλὴ
ἡσυχίαν εἶχεν,
ὁρῶσα καὶ
τοὺς ἐπὶ
τοῖς δρυφάκτοις ὁμοίους
Σατύρῳ καὶ
τὸ ἔμπροσθεν τοῦ
βουλευτηρίου πλῆρες τῶν
φρουρῶν, καὶ οὐκ
ἀγνοοῦντες ὅτι
ἐγχειρίδια ἔχοντες
παρῆσαν.
[2.3.56]
οἱ δ’ ἀπήγαγον
τὸν ἄνδρα διὰ
τῆς ἀγορᾶς
μάλα μεγάλῃ
τῇ φωνῇ δηλοῦντα
οἷα ἔπασχε. λέγεται
δ’ ἓν ῥῆμα καὶ
τοῦτο αὐτοῦ.
ὡς εἶπεν ὁ
Σάτυρος ὅτι οἰμώξοιτο,
εἰ μὴ σιωπήσειεν,
ἐπήρετο· Ἂν
δὲ σιωπῶ, οὐκ
ἄρ’, ἔφη, οἰμώξομαι;
καὶ ἐπεί
γε ἀποθνῄσκειν ἀναγκαζόμενος
τὸ κώνειον ἔπιε,
τὸ λειπόμενον ἔφασαν
ἀποκοτταβίσαντα
εἰπεῖν αὐτόν·
Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω
τῷ καλῷ. καὶ
τοῦτο μὲν οὐκ
ἀγνοῶ, ὅτι
ταῦτα ἀποφθέγματα
οὐκ ἀξιόλογα,
ἐκεῖνο δὲ
κρίνω τοῦ ἀνδρὸς
ἀγαστόν, τὸ
τοῦ θανάτου παρεστηκότος
μήτε τὸ φρόνιμον
μήτε τὸ παιγνιῶδες
ἀπολιπεῖν ἐκ
τῆς ψυχῆς.
|
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]
Σαν τέλειωσε μ'
αυτά τα λόγια την αγόρευσή του η Βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, κι ο Κριτίας
κατάλαβε ότι αν άφηνε τη Βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της ο
Θηραμένης θα γλίτωνε. Τέτοιο πράγμα όμως θα το θεωρούσε αβάσταχτο· σίμωσε
λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους
μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το
ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά.
Έπειτα μπήκε ξανά
μέσα κι είπε: «Πιστεύω, βουλευτές, ότι όταν ένας σωστός ηγέτης βλέπει να
ξεγελάνε τους φίλους του έχει χρέος να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω λοιπόν κι
εγώ. Άλλωστε αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δεν θα μας επιτρέψουν
ν' αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Τώρα,
σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν
μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να
θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο. Εγώ, λοιπόν», είπε,
«διαγράφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων
μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς» ―πρόσθεσε― «σε θάνατο».
Μόλις τ' άκουσε
αυτά ο Θηραμένης, μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά στον βωμό και είπε: «Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω στ' όνομα της ίδιας
της δικαιοσύνης να μη δοθεί στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα,
ούτε όποιον από σας θέλει, παρά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ σύμφωνα με τον
νόμο που τούτοι έφτιαξαν για όσους είναι στον κατάλογο.
Το ξέρω βέβαια, μα
τους θεούς», είπε, «ότι σε τίποτα δεν θα με βοηθήσει αυτός ο βωμός, θέλω όμως
να δείξω ακόμα ότι τούτοι δω δεν είναι μονάχα φριχτά άδικοι με τους
ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως», πρόσθεσε, «που
εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας ―
κι ας ξέρετε ότι τ' όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με
το δικό μου!»
Τότε ο κήρυκας των
Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν τον Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους
βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ' όλους.
Ο Κριτίας είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον δω τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε
σύμφωνα με τον νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα
υπόλοιπα».
Ύστερα απ' αυτά τα
λόγια ο Σάτυρος βάλθηκε να τραβάει τον Θηραμένη από τον βωμό, κι οι βοηθοί
τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, φώναζε θεούς κι
ανθρώπους μάρτυρες των όσων γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο δεν κουνήθηκαν,
βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με τον
Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ' εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος
μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς.
Τράβηξαν λοιπόν
μαζί τους τον Θηραμένη οι Έντεκα μέσα από την Αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν
με πολύ δυνατή φωνή για όσα του έκαναν. Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του
Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δεν σιωπήσει, ρώτησε:
«Ώστε αν σωπάσω δεν θα μετανιώσω;» Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει
το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες ― όπως στον
κότταβο», λέγοντας: «Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!» Το ξέρω ότι τέτοιες
κουβέντες δεν αξίζει ν' αναφέρονται· ωστόσο βρίσκω αξιοθαύμαστο σ' αυτόν τον
άνθρωπο ότι ακόμα και μπροστά στον θάνατο δεν έχασε μήτε την αυτοκυριαρχία,
μήτε το χιούμορ του.
|
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002.
Μόλις μ' αυτά τα
λόγια τελείωσε την αγόρευσή του και η βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, ο
Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν άφηνε τη βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του με
την ψήφο της, ο Θηραμένης θα γλίτωνε, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο το θεωρούσε
αβάσταχτο, αφού πλησίασε τους Τριάντα και μίλησε για λίγο μαζί τους, βγήκε
έξω και πρόσταξε τους μαχαιροβγάλτες να στηθούν προκλητικά στο ξύλινο
κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές.
Έπειτα μπήκε ξανά
μέσα κι είπε: «Εγώ, κύριοι βουλευτές, πιστεύω ότι είναι καθήκον για ένα σωστό
ηγέτη που διαπιστώνει απόπειρα εξαπάτησης φίλων του, να το εμποδίσει. Αυτό θα
κάνω, λοιπόν, κι εγώ. Γιατί, αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δε θα
μας το επιτρέψουν, αν αφήσουμε ατιμώρητο έναν άνδρα που βλάπτει ολοφάνερα την
ολιγαρχία. Γιατί, σύμφωνα με την καινούρια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις
Χιλιάδες δε μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ το δικαίωμα να
σκοτώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο το έχουν οι Τριάκοντα. Εγώ
λοιπόν, είπε, διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη
γνώμη όλων μας. Και αυτόν, πρόσθεσε, τον καταδικάζουμε σε θάνατο».
Μόλις άκουσε αυτά ο
Θηραμένης, πήδησε κοντά στο βωμό και είπε: «Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω τα πιο δίκαια απ'
όλα, να μη δοθεί δηλαδή στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα ούτε
όποιον θέλει από σας, αλλά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ με όποιο νόμο αυτοί
ψήφισαν για όσους είναι στον κατάλογο.
Το ξέρω βέβαια, μα
τους θεούς, είπε, ότι σε τίποτα δε θα με ωφελήσει αυτός ο βωμός, αλλά θέλω να
αποδείξω ακόμα και τούτο, ότι δηλαδή αυτοί δεν είναι μονάχα κατεξοχήν άδικοι
με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως,
πρόσθεσε, με σας, άνδρες ωραίοι και ενάρετοι, που δε σκέφτεστε να
υπερασπισθείτε τους εαυτούς σας, αν και ξέρετε ότι και το όνομα του καθενός
σας μπορεί να σβηστεί με την ίδια ευκολία με το δικό μου».
Μετά από αυτά, ο
κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να συλλάβουν το Θηραμένη. Εκείνοι
μπήκαν με τους βοηθούς τους με αρχηγό το Σάτυρο, τον πιο θρασύ και
ξεδιάντροπο απ' όλους. Ο Κριτίας τότε είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον εδώ τον
Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο. Αφού τον πιάσετε οι έντεκα
και τον οδηγήσετε εκεί που πρέπει, κάνετε τα υπόλοιπα».
Μόλις ο Κριτίας
είπε αυτά τα λόγια, ο Σάτυρος επιχειρούσε να τραβήξει το Θηραμένη από το βωμό
κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό,
επικαλούνταν θεούς κι ανθρώπους ως μάρτυρες να δουν τα όσα γίνονταν. Οι
βουλευτές ωστόσο έμεναν απαθείς, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που στέκονταν
στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου φυράματος με το Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά
από το βουλευτήριο ήταν γεμάτος από φρουρούς και γιατί ήξεραν ότι ήταν όλοι
οπλισμένοι με εγχειρίδια.
Αυτοί, λοιπόν,
έσερναν το Θηραμένη μέσα από την αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ
δυνατή φωνή για όσα πάθαινε. Αποδίδεται και αυτή η κουβέντα στο Θηραμένη.
Όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει, αν δε σωπάσει, ρώτησε: Δηλαδή, άμα
σωπάσω, δε θα μετανιώσω; Κι όταν, πάλι, τον ανάγκαζαν να πιει το κώνειο για
να πεθάνει, σκορπίζοντας τις τελευταίες σταγόνες, όπως στο παιχνίδι
«κότταβος», είπε: «Αυτό ας είναι στην υγεία του Κριτία του ωραίου!». Ξέρω,
βέβαια, ότι τέτοια λόγια δεν αξίζει να αναφέρονται, αλλά αυτό βρίσκω
αξιοθαύμαστο σ' αυτόν τον άνθρωπο, ότι δηλαδή ακόμα και μπροστά στο θάνατο
δεν έχασε ούτε την αυτοκυριαρχία του ούτε το χιούμορ του.
|
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.4.18–2.4.23
[2.4.18]
Ταῦτα δ’ εἰπὼν
καὶ μεταστραφεὶς
πρὸς τοὺς ἐναντίους,
ἡσυχίαν εἶχε·
καὶ γὰρ ὁ
μάντις παρήγγελλεν
αὐτοῖς μὴ πρότερον
ἐπιτίθεσθαι, πρὶν
[ἂν] τῶν σφετέρων
ἢ πέσοι τις ἢ
τρωθείη· ἐπειδὰν
μέντοι τοῦτο
γένηται, ἡγησόμεθα
μέν, ἔφη, ἡμεῖς,
νίκη δ’ ὑμῖν
ἔσται ἑπομένοις,
ἐμοὶ μέντοι
θάνατος, ὥς
γέ μοι δοκεῖ.
[2.4.19]
καὶ οὐκ ἐψεύσατο,
ἀλλ’ ἐπεὶ ἀνέλαβον
τὰ ὅπλα, αὐτὸς
μὲν ὥσπερ ὑπὸ
μοίρας τινὸς
ἀγόμενος ἐκπηδήσας
πρῶτος ἐμπεσὼν
τοῖς πολεμίοις
ἀποθνῄσκει, καὶ
τέθαπται ἐν
τῇ διαβάσει τοῦ
Κηφισοῦ· οἱ δ’ ἄλλοι
ἐνίκων καὶ
κατεδίωξαν μέχρι τοῦ
ὁμαλοῦ. ἀπέθανον
δ’ ἐνταῦθα τῶν
μὲν τριάκοντα Κριτίας
τε καὶ Ἱππόμαχος,
τῶν δὲ ἐν
Πειραιεῖ δέκα ἀρχόντων
Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος,
τῶν δ’ ἄλλων περὶ
ἑβδομήκοντα. καὶ
τὰ μὲν ὅπλα
ἔλαβον, τοὺς
δὲ χιτῶνας οὐδενὸς
τῶν πολιτῶν
ἐσκύλευσαν. ἐπεὶ
δὲ τοῦτο ἐγένετο
καὶ τοὺς νεκροὺς
ὑποσπόνδους ἀπεδίδοσαν,
προσιόντες ἀλλήλοις
πολλοὶ διελέγοντο.
[2.4.20]
Κλεόκριτος δὲ
ὁ τῶν μυστῶν
κῆρυξ, μάλ’ εὔφωνος
ὤν, κατασιωπησάμενος
ἔλεξεν· Ἄνδρες
πολῖται, τί ἡμᾶς
ἐξελαύνετε; τί
ἀποκτεῖναι βούλεσθε;
ἡμεῖς γὰρ
ὑμᾶς κακὸν
μὲν οὐδὲν
πώποτε ἐποιήσαμεν,
μετεσχήκαμεν δὲ
ὑμῖν καὶ
ἱερῶν τῶν
σεμνοτάτων καὶ θυσιῶν
καὶ ἑορτῶν
τῶν καλλίστων, καὶ
συγχορευταὶ καὶ συμφοιτηταὶ
γεγενήμεθα καὶ
συστρατιῶται, καὶ
πολλὰ μεθ’ ὑμῶν
κεκινδυνεύκαμεν καὶ
κατὰ γῆν καὶ
κατὰ θάλατταν ὑπὲρ
τῆς κοινῆς ἀμφοτέρων
ἡμῶν σωτηρίας
τε καὶ ἐλευθερίας.
[2.4.21]
πρὸς θεῶν πατρῴων
καὶ μητρῴων καὶ
συγγενείας καὶ κηδεστίας
καὶ ἑταιρίας,
πάντων γὰρ τούτων
πολλοὶ κοινωνοῦμεν
ἀλλήλοις, αἰδούμενοι
καὶ θεοὺς καὶ
ἀνθρώπους παύσασθε
ἁμαρτάνοντες εἰς
τὴν πατρίδα, καὶ
μὴ πείθεσθε τοῖς
ἀνοσιωτάτοις τριάκοντα,
οἳ ἰδίων
κερδέων ἕνεκα ὀλίγου
δεῖν πλείους ἀπεκτόνασιν
Ἀθηναίων ἐν
ὀκτὼ μησὶν
ἢ πάντες Πελοποννήσιοι
δέκα ἔτη πολεμοῦντες.
[2.4.22]
ἐξὸν δ’ ἡμῖν
ἐν εἰρήνῃ
πολιτεύεσθαι, οὗτοι
τὸν πάντων αἴσχιστόν
τε καὶ χαλεπώτατον καὶ
ἀνοσιώτατον καὶ
ἔχθιστον καὶ
θεοῖς καὶ ἀνθρώποις
πόλεμον ἡμῖν
πρὸς ἀλλήλους
παρέχουσιν. ἀλλ’
εὖ γε μέντοι ἐπίστασθε
ὅτι καὶ τῶν
νῦν ὑφ’ ἡμῶν
ἀποθανόντων οὐ
μόνον ὑμεῖς
ἀλλὰ καὶ
ἡμεῖς ἔστιν
οὓς πολλὰ κατεδακρύσαμεν.
Ὁ μὲν τοιαῦτα
ἔλεγεν· οἱ
δὲ λοιποὶ ἄρχοντες
καὶ διὰ τὸ
τοιαῦτα προσακούειν
τοὺς μεθ’ αὑτῶν
ἀπήγαγον εἰς
τὸ ἄστυ.
[2.4.23]
τῇ δ’ ὑστεραίᾳ
οἱ μὲν τριάκοντα
πάνυ δὴ ταπεινοὶ καὶ
ἔρημοι συνεκάθηντο
ἐν τῷ συνεδρίῳ·
τῶν δὲ τρισχιλίων
ὅπου ἕκαστοι τεταγμένοι
ἦσαν, πανταχοῦ
διεφέροντο πρὸς
ἀλλήλους. ὅσοι
μὲν γὰρ ἐπεποιήκεσάν
τι βιαιότερον καὶ ἐφοβοῦντο,
ἐντόνως ἔλεγον
ὡς οὐ χρείη
καθυφίεσθαι τοῖς
ἐν Πειραιεῖ·
ὅσοι δὲ ἐπίστευον
μηδὲν ἠδικηκέναι,
αὐτοί τε ἀνελογίζοντο
καὶ τοὺς ἄλλους
ἐδίδασκον ὡς
οὐδὲν δέοιντο
τούτων τῶν κακῶν,
καὶ τοῖς τριάκοντα
οὐκ ἔφασαν χρῆναι
πείθεσθαι οὐδ’
ἐπιτρέπειν ἀπολλύναι
τὴν πόλιν. καὶ
τὸ τελευταῖον
ἐψηφίσαντο ἐκείνους
μὲν καταπαῦσαι,
ἄλλους δὲ
ἑλέσθαι. καὶ
εἵλοντο δέκα,
ἕνα ἀπὸ
φυλῆς.
|
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]
Αφού τέλειωσε,
γύρισε προς το μέρος των εχθρών και περίμενε, επειδή ο μάντης συμβούλευε να
μην επιτεθούν προτού σκοτωθεί ή πληγωθεί κάποιος δικός τους. «Έπειτα», είπε ο
μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις, που θα 'ρθετε ξοπίσω μας, θα
νικήσετε ― εγώ όμως νομίζω πως θα σκοτωθώ».
Και δεν βγήκε
ψεύτης: όταν άδραξαν τ' άρματα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα
στους εχθρούς ―λες και τον οδηγούσε κάποιο ριζικό― και σκοτώθηκε. (Είναι
θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού). Οι άλλοι ωστόσο νίκησαν και καταδίωξαν τον
εχθρό ως το ίσιωμα. Εκεί σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο
Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνος κι από
τους υπόλοιπους άνδρες τους κάπου εβδομήντα. Οι επαναστάτες πήραν τα όπλα των
σκοτωμένων, κανενός πολίτη όμως δεν πείραξαν τα ρούχα.
Μετά απ' αυτά,
καθώς έγινε εκεχειρία για την παραλαβή των νεκρών, πολλοί από τις δύο
παρατάξεις σίμωσαν ο ένας τον άλλο κι έπιασαν κουβέντα.
Τότε ο Κλεόκριτος,
ο κήρυκας των Μυστηρίων που είχε πολύ καλή φωνή, έκανε τους άλλους να
σωπάσουν κι είπε: «Πολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας
σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας πειράξαμε σε τίποτα. Ίσα ίσα, μαζί σας έχουμε
πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια, σε θυσίες, στις λαμπρότερες τελετές· μαζί
έχουμε χορέψει και σπουδάσει και πολεμήσει· μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές
φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων
μας.
Στ' όνομα των
προγονικών μας θεών, στ' όνομα των δεσμών που μας ενώνουν ―γιατί πολλοί από
μας έχουν αναμεταξύ τους συγγένεια, συμπεθεριό ή φιλία― ντραπείτε θεούς κι
ανθρώπους, πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα! Μην ακούτε τους Τριάντα! Δεν
έχουν ιερό και όσιο αυτοί, που για το δικό τους κέρδος κοντεύουν να 'χουν
σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ' όσους σκότωσαν όλοι οι
Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου!
Εκεί που μπορούσαμε
να ζούμε ειρηνικά σαν συμπολίτες, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο
ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο απ' όλους τους πολέμους ― σ' εμφύλιο σπαραγμό! Κι
όμως να το ξέρετε καλά, ότι ανάμεσα σ' αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε είναι
μερικοί που τους κλαίμε κι εμείς το ίδιο πικρά όσο και σεις!»
Έτσι μίλησε ο
Κλεόκριτος· καθώς ακούγονταν κι αυτά πάνω σ' όσα άλλα είχαν συμβεί, οι
υπόλοιποι ηγέτες των ολιγαρχικών πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν
πίσω στην πόλη.
Την άλλη μέρα οι
Τριάντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, ταπεινωμένοι κι
εγκαταλειμμένοι· ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου
είχαν τοποθετηθεί, ξέσπασαν παντού διαφωνίες: όσοι ευθύνονταν για σοβαρότερα
αδικήματα, και γι' αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με πάθος ότι δεν έπρεπε να
υποχωρήσουν στους επαναστάτες· όσοι πάλι δεν είχαν κανένα κρίμα στη συνείδησή
τους σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους ―κι εξηγούσαν και στους άλλους― ότι
αυτές οι συμφορές ήταν περιττές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα,
μήτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά αποφάσισαν με ψηφοφορία
να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες· κι όρισαν δέκα, έναν από
κάθε φυλή.
|
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002
Αφού είπε αυτά και
γύρισε προς το μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί, ο μάντης συμβούλευε αυτούς
να μην επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή τραυματισθεί κάποιος δικός τους• «κι όταν
γίνει αυτό», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις που θα
ακολουθήσετε, θα νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα σκοτωθώ».
Και δε διαψεύστηκε,
αλλά, όταν πήραν τα όπλα, εκείνος μ' ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους
εχθρούς, λες και τον οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και σκοτώθηκε και
βρίσκεται θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού· οι άλλοι ωστόσο νικούσαν και
καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ' αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν από τους
Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο
Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου εβδομήντα. Οι
νικητές πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, όμως κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους
χιτώνες.
Αφού έγινε αυτό και
έδωσαν, ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς για ταφή, πολλοί από τις δύο
παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους συζήτηση.
Τότε ο Κλεόκριτος,
ο κήρυκας των μυστηρίων, που είχε και πολύ καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους
άλλους σιωπή, είπε: «Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας
σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα μαζί σας
έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και στις λαμπρότερες
τελετές, μαζί επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε σπουδάσει και έχουμε
πολεμήσει και μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη
θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας.
Στ' όνομα των θεών
που προστατεύουν την οικογένεια, στ' όνομα των συγγενικών δεσμών και του
συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας,
ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην
ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος
κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ'
όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου.
Ενώ μπορούσαμε να
ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο
ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι
μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το
ίδιο πικρά τους κλαίμε».
Αυτός, λοιπόν, αυτά
έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους
άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη.
Την άλλη μέρα οι
Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι
εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου
είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει
σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν
έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν
για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για
λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για
τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους
αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να
τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από
κάθε φυλή.
|
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.4.37–2.4.43
[2.4.37]
ἐπεὶ μέντοι
οὗτοι ᾤχοντο εἰς
Λακεδαίμονα, ἔπεμπον δὴ
καὶ οἱ ἀπὸ
τοῦ κοινοῦ ἐκ
τοῦ ἄστεως λέγοντας
ὅτι αὐτοὶ
μὲν παραδιδόασι
καὶ τὰ τείχη
ἃ ἔχουσι καὶ
σφᾶς αὐτοὺς
Λακεδαιμονίοις χρῆσθαι ὅ
τι βούλονται· ἀξιοῦν
δ’ ἔφασαν καὶ
τοὺς ἐν Πειραιεῖ,
εἰ φίλοι φασὶν
εἶναι Λακεδαιμονίοις,
παραδιδόναι τόν τε Πειραιᾶ
καὶ τὴν Μουνιχίαν.
[2.4.38]
ἀκούσαντες δὲ
πάντων αὐτῶν
οἱ ἔφοροι καὶ
οἱ ἔκκλητοι, ἐξέπεμψαν
πεντεκαίδεκα ἄνδρας εἰς
τὰς Ἀθήνας,
καὶ ἐπέταξαν
σὺν Παυσανίᾳ
διαλλάξαι ὅπῃ
δύναιντο κάλλιστα.
οἱ δὲ διήλλαξαν
ἐφ’ ᾧτε εἰρήνην
μὲν ἔχειν ὡς
πρὸς ἀλλήλους,
ἀπιέναι δὲ
ἐπὶ τὰ
ἑαυτῶν ἕκαστον
πλὴν τῶν τριάκοντα
καὶ τῶν ἕνδεκα
καὶ τῶν ἐν
Πειραιεῖ ἀρξάντων
δέκα. εἰ δέ
τινες φοβοῖντο τῶν ἐξ
ἄστεως, ἔδοξεν
αὐτοῖς Ἐλευσῖνα
κατοικεῖν.
[2.4.39]
τούτων δὲ περανθέντων
Παυσανίας μὲν διῆκε
τὸ στράτευμα, οἱ
δ’ ἐκ τοῦ Πειραιῶς
ἀνελθόντες σὺν
τοῖς ὅπλοις εἰς
τὴν ἀκρόπολιν
ἔθυσαν τῇ
Ἀθηνᾷ. ἐπεὶ
δὲ κατέβησαν οἱ στρατηγοί,
ἔνθα δὴ ὁ
Θρασύβουλος ἔλεξεν·
[2.4.40]
Ὑμῖν, ἔφη,
ὦ ἐκ τοῦ
ἄστεως ἄνδρες,
συμβουλεύω ἐγὼ
γνῶναι ὑμᾶς
αὐτούς. μάλιστα
δ’ ἂν γνοίητε, εἰ
ἀναλογίσαισθε ἐπὶ
τίνι ὑμῖν
μέγα φρονητέον
ἐστίν, ὥστε
ἡμῶν ἄρχειν
ἐπιχειρεῖν.
πότερον δικαιότεροί
ἐστε; ἀλλ’ ὁ
μὲν δῆμος πενέστερος
ὑμῶν ὢν
οὐδὲν πώποτε
ἕνεκα χρημάτων
ὑμᾶς ἠδίκηκεν·
ὑμεῖς δὲ
πλουσιώτεροι πάντων
ὄντες πολλὰ
καὶ αἰσχρὰ ἕνεκα
κερδέων πεποιήκατε.
ἐπεὶ δὲ
δικαιοσύνης οὐδὲν
ὑμῖν προσήκει,
σκέψασθε εἰ
ἄρα ἐπ’ ἀνδρείᾳ
ὑμῖν μέγα
φρονητέον.
[2.4.41]
καὶ τίς ἂν
καλλίων κρίσις τούτου
γένοιτο ἢ ὡς
ἐπολεμήσαμεν πρὸς
ἀλλήλους; ἀλλὰ
γνώμῃ φαίητ’
ἂν προέχειν, οἳ
ἔχοντες καὶ
τεῖχος καὶ ὅπλα
καὶ χρήματα καὶ συμμάχους
Πελοποννησίους ὑπὸ
τῶν οὐδὲν
τούτων ἐχόντων
περιείληφθε; ἀλλ’
ἐπὶ Λακεδαιμονίοις
δὴ οἴεσθε μέγα
φρονητέον εἶναι; πῶς,
οἵγε ὥσπερ τοὺς
δάκνοντας κύνας
κλοιῷ δήσαντες
παραδιδόασιν, οὕτω
κἀκεῖνοι ὑμᾶς
παραδόντες τῷ ἠδικημένῳ
τούτῳ δήμῳ
οἴχονται ἀπιόντες;
[2.4.42]
οὐ μέντοι γε ὑμᾶς,
ὦ ἄνδρες, ἀξιῶ
ἐγὼ ὧν
ὀμωμόκατε παραβῆναι
οὐδέν, ἀλλὰ
καὶ τοῦτο πρὸς
τοῖς ἄλλοις καλοῖς
ἐπιδεῖξαι, ὅτι
καὶ εὔορκοι καὶ
ὅσιοί ἐστε.
εἰπὼν δὲ
ταῦτα καὶ ἄλλα
τοιαῦτα, καὶ ὅτι
οὐδὲν δέοι
ταράττεσθαι, ἀλλὰ
τοῖς νόμοις τοῖς
ἀρχαίοις χρῆσθαι,
ἀνέστησε τὴν
ἐκκλησίαν.
[2.4.43]
καὶ τότε μὲν
ἀρχὰς καταστησάμενοι
ἐπολιτεύοντο· ὑστέρῳ
δὲ χρόνῳ
ἀκούσαντες ξένους
μισθοῦσθαι τοὺς
Ἐλευσῖνι, στρατευσάμενοι
πανδημεὶ ἐπ’ αὐτοὺς
τοὺς μὲν στρατηγοὺς
αὐτῶν εἰς
λόγους ἐλθόντας
ἀπέκτειναν, τοῖς
δὲ ἄλλοις εἰσπέμψαντες
τοὺς φίλους καὶ
ἀναγκαίους ἔπεισαν
συναλλαγῆναι. καὶ
ὀμόσαντες ὅρκους
ἦ μὴν μὴ
μνησικακήσειν, ἔτι καὶ
νῦν ὁμοῦ τε
πολιτεύονται καὶ
τοῖς ὅρκοις ἐμμένει
ὁ δῆμος.
|
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]
Αφού όμως ξεκίνησαν
αυτοί για τη Λακεδαίμονα, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι κυβερνήτες
της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να
παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάκριση των Λακεδαιμονίων• είχαν
όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των
Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.
Αφού τους άκουσαν
όλους οι έφοροι κι η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή
αντιπροσωπεία μ' εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους
καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι
και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους ― όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους
Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά• τέλος αποφασίστηκε πως
όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα.
Αφού τέλειωσαν αυτά
ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες ανέβηκαν με τα
όπλα τους στην Ακρόπολη κι έκαναν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν, οι στρατηγοί
συγκάλεσαν Συνέλευση όπου μίλησε ο Θρασύβουλος:
«Εσάς, που ανήκετε
στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε ―
και θα καταλάβετε καλύτερα, αν καθίσετε να σκεφτείτε τι είναι που σας κάνει
τόσο υπεροπτικούς, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Τάχα είστε περισσότερο
δίκαιοι; Μα ο λαός ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον, κι ας είναι
πιο φτωχός από σας ― ενώ εσείς, οι πιο πλούσιοι απ' όλους, έχετε κάνει πολλές
κακοήθειες για το κέρδος. Αφού λοιπόν δεν σας διακρίνει δικαιοσύνη, σκεφτείτε
μήπως έχετε λόγο να καμαρώνετε για την παλικαριά σας.
Αλλά τι καλύτερο
κριτήριο υπάρχει, από το πώς πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Ή μήπως θα πείτε ότι
μας ξεπερνάτε σ' εξυπνάδα ― εσείς που είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα,
και τους Πελοποννησίους για συμμάχους, κι όμως νικηθήκατε από μας που τίποτα
δεν είχαμε απ' αυτά; Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την
υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον
λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο
τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν!
Όμως από σας,
φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε. Ίσα ίσα,
κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι είστε και πιστοί στον όρκο σας και
θεοφοβούμενοι!»
Αυτά είπε κι άλλα
παρόμοια, κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή, παρά να εφαρμοστεί το
παλιό πολίτευμα• κατόπιν διέλυσε τη Συνέλευση.
Εκείνο τον καιρό
διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο,
μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους
μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των
ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους
άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να
συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ' αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία
αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι
δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους.
|
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002
Αφού, λοιπόν,
ξεκίνησαν αυτοί για τη Σπάρτη, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι
ολιγαρχικοί (της Αθήνας), λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τους
εαυτούς τους και τα τείχη τους στους Λακεδαιμονίους, για να κάνουν ό,τι
θέλουν. Έλεγαν, όμως, ότι είχαν την απαίτηση, αν οι επαναστάτες ομολογούσαν
ότι είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και
τη Μουνιχία.
Όταν άκουσαν όλα
αυτά οι έφοροι και η συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα δεκαπέντε άνδρες μ'
εντολή να συνεργαστούν με τον Παυσανία για συμφιλίωση, όπως θα μπορέσουν
καλύτερα. Αυτοί τους συμφιλίωσαν με ορούς να ζουν μεταξύ τους ειρηνικά, να
επιστρέψουν στα σπίτια τους όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους
δέκα άρχοντες του Πειραιά. Όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, αποφάσισαν
ότι μπορούσε να μετοικήσει στην Ελευσίνα.
Αφού τέλειωσαν
αυτά, ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες, αφού
ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη, πρόσφεραν θυσία στην Αθηνά. Όταν
κατέβηκαν οι στρατηγοί, ο Θρασύβουλος έβγαλε λόγο ως εξής:
«Εσάς, που ανήκετε
στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε.
Και θα το καταλάβετε καλύτερα, αν σκεφτείτε για ποιο λόγο πρέπει να είσθε
τόσο υπεροπτικοί, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Μήπως είστε περισσότερο
δίκαιοι; Μα ο λαός, αν και είναι πολύ φτωχότερος από σας, ποτέ δεν σας
αδίκησε για χρηματικό συμφέρον. Εσείς, αντίθετα, αν και είστε οι πιο πλούσιοι
απ' όλους, έχετε κάνει πολλές ατιμίες στο βωμό του κέρδους. Αφού, λοιπόν, δεν
σας διακρίνει καμιά δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να περηφανεύεσθε
για την παλικαριά σας.
Αλλά ποιο κριτήριο
θα ήταν καλύτερο γι αυτό από τον τρόπο του πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Αλλά θα
πείτε ότι μας ξεπερνάτε στην εξυπνάδα, εσείς που, αν και είχατε και τείχη και
όπλα και χρήματα και τους Πελοποννησίους ως συμμάχους, νικηθήκατε από μας που
τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Μήπως νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για
την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Πώς, αφού, όπως παραδίδει κάποιος δεμένο
από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παρέδωσαν στον
αδικημένο τούτο λαό και σηκώθηκαν και έφυγαν;
Όμως από σας,
φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε, αλλά κοντά
στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι και παραμένετε πιστοί στον όρκο σας και
είσθε θεοφοβούμενοι!»
Αφού είπε αυτά κι
άλλα παρόμοια κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή αλλά να
εφαρμοστούν οι παλαιότεροι νόμοι, διέλυσε τη συνέλευση. Κι αφού διόρισαν
άρχοντες, ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή.
Αργότερα, όταν
έμαθαν ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους,
αφού έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους, τους στρατηγούς των
ολιγαρχικών τους σκότωσαν, όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, και τους
άλλους, αφού έστειλαν φίλους και συγγενείς, τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Κι
αφού έδωσαν όρκους ότι ειλικρινά δε θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και
σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί ως συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί τηρούν πιστά
τους όρκους τους.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου