Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Κείμενα και Μεταφράσεις Ξενοφώντα, 2.3.50-2.3.56

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.3.50–2.3.56

 



[2.3.50] ς δ’ επν τατα παύσατο, κα βουλ δήλη γένετο εμενς πιθορυβήσασα, γνος Κριτίας τι ε πιτρέψοι τ βουλ διαψηφίζεσθαι περ ατο, ναφεύξοιτο, κα τοτο ο βιωτν γησάμενος, προσελθν κα διαλεχθείς τι τος τριάκοντα ξλθε, κα πιστναι κέλευσε τος τ γχειρίδια χοντας φανερς τ βουλ π τος δρυφάκτοις.





[2.3.51] πάλιν δεσελθν επεν· γώ, βουλή, νομίζω προστάτου ργον εναι οου δε, ς ν ρν τος φίλους ξαπατωμένους μὴ ἐπιτρέπ. κα γ ον τοτο ποιήσω. κα γρ οδε οἱ ἐφεστηκότες ο φασιν μν πιτρέψειν, ε νήσομεν νδρα τν φανερς τν λιγαρχίαν λυμαινόμενον. στι δ ν τος καινος νόμοις τν μν ν τος τρισχιλίοις ντων μηδένα ποθνσκειν νευ τς μετέρας ψήφου, τν δ’ ξω το καταλόγου κυρίους εναι τος τριάκοντα θανατον. γον, φη, Θηραμένην τουτον ξαλείφω κ το καταλόγου, συνδοκον πασιν μν. κα τοτον, φη, μες θανατομεν.


[2.3.52] κούσας τατα Θηραμένης νεπήδησεν π τν στίαν καεπεν· γ δ’, φη, νδρες, κετεύω τ πάντων ννομώτατα, μ π Κριτίᾳ εναι ξαλείφειν μήτε μ μήτε μν ν ν βούληται, λλ’ νπερ νόμον οτοι γραψαν περτν ν τ καταλόγ, κατ τοτον κα μν κα μο τν κρίσιν εναι.

[2.3.53] κα τοτο μέν, φη, μ τος θεος οκ γνο, τι οδέν μοι ρκέσει δε βωμός, λλ βούλομαι κα τοτο πιδεξαι, τι οτοι ο μόνον εσ περ νθρώπους δικώτατοι, λλ κα περ θεος σεβέστατοι. μν μέντοι, φη, νδρες καλο κγαθοί, θαυμάζω, ε μ βοηθήσετε μν ατος, κα τατα γιγνώσκοντες τι οδν τ μν νομα εεξαλειπτότερον τ μν κάστου.

[2.3.54] κ δ τούτου κέλευσε μν τν τριάκοντα κρυξ τος νδεκα π τν Θηραμένην· κενοι δ εσελθόντες σν τος πηρέταις, γουμένου ατν Σατύρου το θρασυτάτου τε κα ναιδεστάτου, επε μν Κριτίας· Παραδίδομεν μν, φη, Θηραμένην τουτον κατακεκριμένον κατ τν νόμον·



[2.3.55] μες δ λαβόντες κα παγαγόντες ο νδεκα ο δε τ κ τούτων πράττετε. ς δ τατα επεν, ελκε μν π το βωμο Σάτυρος, ελκον δ ο πηρέται. δ Θηραμένης σπερ εκς κα θεος πεκαλετο κα νθρώπους καθορν τ γιγνόμενα. δ βουλ συχίαν εχεν, ρσα κα τος π τος δρυφάκτοις μοίους Σατύρ κα τ μπροσθεν το βουλευτηρίου πλρες τν φρουρν, κα οκ γνοοντες τι γχειρίδια χοντες παρσαν.


[2.3.56] ο δ’ πήγαγον τν νδρα δι τς γορς μάλα μεγάλ τ φων δηλοντα οα πασχε. λέγεται δ’ ν ῥῆμα κα τοτο ατο. ς επεν Σάτυρος τι ομώξοιτο, ε μ σιωπήσειεν, πήρετο· ν δ σιωπ, οκ ρ’, φη, ομώξομαι; κα πεί γε ποθνσκειν ναγκαζόμενος τκώνειον πιε, τ λειπόμενον φασαν ποκοτταβίσαντα επεν ατόν· Κριτίᾳ τοτ’ στω τ καλ. κα τοτο μν οκ γνο, τι τατα ποφθέγματα οκ ξιόλογα, κενο δ κρίνω το νδρς γαστόν, τ το θανάτου παρεστηκότος μήτε τφρόνιμον μήτε τ παιγνιδες πολιπεν κ τς ψυχς.
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]

Σαν τέλειωσε μ' αυτά τα λόγια την αγόρευσή του η Βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, κι ο Κριτίας κατάλαβε ότι αν άφηνε τη Βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της ο Θηραμένης θα γλίτωνε. Τέτοιο πράγμα όμως θα το θεωρούσε αβάσταχτο· σίμωσε λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά.

Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε: «Πιστεύω, βουλευτές, ότι όταν ένας σωστός ηγέτης βλέπει να ξεγελάνε τους φίλους του έχει χρέος να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω λοιπόν κι εγώ. Άλλωστε αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν' αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Τώρα, σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο. Εγώ, λοιπόν», είπε, «διαγράφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς» ―πρόσθεσε― «σε θάνατο».

Μόλις τ' άκουσε αυτά ο Θηραμένης, μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά στον βωμό και είπε:  «Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω στ' όνομα της ίδιας της δικαιοσύνης να μη δοθεί στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα, ούτε όποιον από σας θέλει, παρά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ σύμφωνα με τον νόμο που τούτοι έφτιαξαν για όσους είναι στον κατάλογο.

Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς», είπε, «ότι σε τίποτα δεν θα με βοηθήσει αυτός ο βωμός, θέλω όμως να δείξω ακόμα ότι τούτοι δω δεν είναι μονάχα φριχτά άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως», πρόσθεσε, «που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας ― κι ας ξέρετε ότι τ' όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!»


Τότε ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν τον Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ' όλους. Ο Κριτίας είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον δω τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με τον νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα».


Ύστερα απ' αυτά τα λόγια ο Σάτυρος βάλθηκε να τραβάει τον Θηραμένη από τον βωμό, κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, φώναζε θεούς κι ανθρώπους μάρτυρες των όσων γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με τον Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ' εγχειρίδια· άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς.


Τράβηξαν λοιπόν μαζί τους τον Θηραμένη οι Έντεκα μέσα από την Αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα του έκαναν. Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δεν σιωπήσει, ρώτησε: «Ώστε αν σωπάσω δεν θα μετανιώσω;» Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες ― όπως στον κότταβο», λέγοντας: «Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!» Το ξέρω ότι τέτοιες κουβέντες δεν αξίζει ν' αναφέρονται· ωστόσο βρίσκω αξιοθαύμαστο σ' αυτόν τον άνθρωπο ότι ακόμα και μπροστά στον θάνατο δεν έχασε μήτε την αυτοκυριαρχία, μήτε το χιούμορ του.
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002.

Μόλις μ' αυτά τα λόγια τελείωσε την αγόρευσή του και η βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, ο Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν άφηνε τη βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της, ο Θηραμένης θα γλίτωνε, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο το θεωρούσε αβάσταχτο, αφού πλησίασε τους Τριάντα και μίλησε για λίγο μαζί τους, βγήκε έξω και πρόσταξε τους μαχαιροβγάλτες να στηθούν προκλητικά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές.


Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε: «Εγώ, κύριοι βουλευτές, πιστεύω ότι είναι καθήκον για ένα σωστό ηγέτη που διαπιστώνει απόπειρα εξαπάτησης φίλων του, να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω, λοιπόν, κι εγώ. Γιατί, αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δε θα μας το επιτρέψουν, αν αφήσουμε ατιμώρητο έναν άνδρα που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Γιατί, σύμφωνα με την καινούρια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δε μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ το δικαίωμα να σκοτώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο το έχουν οι Τριάκοντα. Εγώ λοιπόν, είπε, διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν, πρόσθεσε, τον καταδικάζουμε σε θάνατο».

Μόλις άκουσε αυτά ο Θηραμένης, πήδησε κοντά στο βωμό και είπε:  «Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω τα πιο δίκαια απ' όλα, να μη δοθεί δηλαδή στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα ούτε όποιον θέλει από σας, αλλά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ με όποιο νόμο αυτοί ψήφισαν για όσους είναι στον κατάλογο.


Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς, είπε, ότι σε τίποτα δε θα με ωφελήσει αυτός ο βωμός, αλλά θέλω να αποδείξω ακόμα και τούτο, ότι δηλαδή αυτοί δεν είναι μονάχα κατεξοχήν άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως, πρόσθεσε, με σας, άνδρες ωραίοι και ενάρετοι, που δε σκέφτεστε να υπερασπισθείτε τους εαυτούς σας, αν και ξέρετε ότι και το όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί με την ίδια ευκολία με το δικό μου».

Μετά από αυτά, ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να συλλάβουν το Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους με αρχηγό το Σάτυρο, τον πιο θρασύ και ξεδιάντροπο απ' όλους. Ο Κριτίας τότε είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον εδώ τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο. Αφού τον πιάσετε οι έντεκα και τον οδηγήσετε εκεί που πρέπει, κάνετε τα υπόλοιπα».

Μόλις ο Κριτίας είπε αυτά τα λόγια, ο Σάτυρος επιχειρούσε να τραβήξει το Θηραμένη από το βωμό κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, επικαλούνταν θεούς κι ανθρώπους ως μάρτυρες να δουν τα όσα γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο έμεναν απαθείς, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου φυράματος με το Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά από το βουλευτήριο ήταν γεμάτος από φρουρούς και γιατί ήξεραν ότι ήταν όλοι οπλισμένοι με εγχειρίδια.

Αυτοί, λοιπόν, έσερναν το Θηραμένη μέσα από την αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα πάθαινε. Αποδίδεται και αυτή η κουβέντα στο Θηραμένη. Όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει, αν δε σωπάσει, ρώτησε: Δηλαδή, άμα σωπάσω, δε θα μετανιώσω; Κι όταν, πάλι, τον ανάγκαζαν να πιει το κώνειο για να πεθάνει, σκορπίζοντας τις τελευταίες σταγόνες, όπως στο παιχνίδι «κότταβος», είπε: «Αυτό ας είναι στην υγεία του Κριτία του ωραίου!». Ξέρω, βέβαια, ότι τέτοια λόγια δεν αξίζει να αναφέρονται, αλλά αυτό βρίσκω αξιοθαύμαστο σ' αυτόν τον άνθρωπο, ότι δηλαδή ακόμα και μπροστά στο θάνατο δεν έχασε ούτε την αυτοκυριαρχία του ούτε το χιούμορ του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου