Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Κείμενα και μεταφράσεις Ξενοφώντα, 2.2.1-2.2.23

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.2.1–2.2.4


[2.2.1] πε δ τ ν τ Λαμψάκ κατεστήσατο, πλει π τ
Βυζ
άντιον κα Καλχηδόνα. ο δ’ ατν πεδέχοντο, τος
τ
ν θηναίων φρουρος ποσπόνδους φέντες. ο δ
προδ
όντες λκιβιάδ τ Βυζάντιον τότε μν φυγον ες
τ
ν Πόντον, στερον δ’ ες θήνας κα γένοντο θηναοι.


[2.2.2] Λύσανδρος δ τούς τε φρουρος τν θηναίων κα ε τινά που λλον δοι θηναον, πέπεμπεν ες τς θήνας,
διδο
ς κεσε μόνον πλέουσιν σφάλειαν, λλοθι δ’ ο,
ε
δς τι σ ν πλείους συλλεγσιν ες τ στυ κα τν
Πειραι
, θττον τν πιτηδείων νδειαν σεσθαι. καταλιπν δ Βυζαντίου κα Καλχηδόνος Σθενέλαον ρμοστν
Λ
άκωνα, ατς ποπλεύσας ες Λάμψακον τς νας πε-
σκε
ύαζεν.

    [2.2.3] ν δ τας θήναις τς Παράλου φικομένης νυκτς
λέγετο συμφορά, κα ομωγ κ το Πειραις δι τν
μακρ
ν τειχν ες στυ δικεν, τερος τ τέρ παραγ-
γ
έλλων· στ’ κείνης τς νυκτς οδες κοιμήθη, ο μόνον
το
ς πολωλότας πενθοντες, λλ πολ μλλον τι ατο
αυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οα ποίησαν Μηλίους τε
Λακεδαιμον
ίων ποίκους ντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ, κα
στιαιέας κα Σκιωναίους κα Τορωναίους κα Αγινήτας κα
λλους πολλος τν λλήνων.

[2.2.4] τ δ’ στεραίᾳ κκλησίαν
ποίησαν, ν δοξε τούς τε λιμένας ποχσαι πλν νς
κα
τ τείχη ετρεπίζειν κα φυλακς φιστάναι κα τλλα
π
άντα ς ες πολιορκίαν παρασκευάζειν τν πόλιν.
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]

Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο, ο Λύσανδρος έβαλε πλώρη για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα, όπου οι κάτοικοι τον δέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες· εκείνοι πάλι που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες.

Στην Αθήνα έστελνε κι ο Λύσανδρος τις αθηναϊκές φρουρές, καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε ― δεν εγγυόταν ασφάλεια παρά μόνο σ' αυτούς που ταξίδευαν για κει, κι όχι γι' αλλού, με τη σκέψη ότι όσο περισσότεροι μαζεύονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος άφησε αρμοστή στην Καλχηδόνα τον Λάκωνα Σθενέλαο και γύρισε στη Λάμψακο να επισκευάσει τα πλοία του.



Νύχτα έφερε η «Πάραλος» την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα, και θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ― δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους (τους αποίκους των Λακεδαιμονίων που είχαν νικήσει κι υποτάξει), στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες.


Την άλλη μέρα ωστόσο συγκάλεσαν τη Συνέλευση, κι εκεί αποφάσισαν να φράξουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και γενικά να ετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002

Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο (ο Λύσανδρος) απέπλευσε για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες. Εκείνοι, πάλι, που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες.

Ο Λύσανδρος έστελνε στην Αθήνα τους Αθηναίους φρουρούς καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε, εγγυώμενος ασφάλεια μόνο σ' αυτούς που ταξίδευαν για κει και όχι για αλλού, με τη σκέψη ότι, όσο περισσότεροι συγκεντρώνονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος, αφού άφησε ο ίδιος διοικητή στο Βυζάντιο και στην Καλχηδόνα το Λάκωνα Σθενέλαο, αφού γύρισε στη Λάμψακο, επισκεύαζε τα πλοία του.


Η «Πάραλος» έφερε νύχτα την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα και θρήνος απλώθηκε από τον Πειραιά μέσα απ' τα Μακρά Τείχη μέχρι την πόλη, καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα. Έτσι, κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα, γιατί δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν αυτά που είχαν κάνει και οι ίδιοι στους Μηλίους, τους αποίκους των Λακεδαιμονίων, όταν τους κατέλαβαν ύστερα από πολιορκία, και στους Iστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες.

Την άλλη μέρα συγκάλεσαν συνέλευση κι εκεί αποφάσισαν να επιχωματώσουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και να ετοιμάσουν γενικά την πόλη για πολιορκία.



ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.2.16–2.2.23




[2.2.16] τοιούτων δ ντων Θηραμένης επεν ν κκλησίᾳ
τι ε βούλονται ατν πέμψαι παρ Λύσανδρον, εδς ξει
Λακεδαιμον
ίους πότερον ξανδραποδίσασθαι τν πόλιν βουλόμενοι ντέχουσι περ τν τειχν πίστεως νεκα. πεμφθες
δ
διέτριβε παρ Λυσάνδρ τρες μνας κα πλείω, πιτηρν
πότε θηναοι μελλον δι τ πιλελοιπέναι τν στον παντα
τι τις λέγοι μολογήσειν.


[2.2.17] πε δ κε τετάρτμηνί, πήγγειλεν ν κκλησίᾳ τι ατν Λύσανδρος τέως μν κατέχοι, ετα κελεύοι ες Λακεδαίμονα ἰέναι· ο γρ εναι κύριος ν ρωττο π’ ατο, λλ τος φόρους. μετ τατα ρέθη πρεσβευτς ες Λακεδαίμονα ατοκράτωρ
δ
έκατος ατός.


[2.2.18] Λύσανδρος δ τος φόροις πεμψεν γγελοντα μετ’ λλων Λακεδαιμονίων ριστοτέλην, φυγάδα θηναον ντα, τι ποκρίναιτο Θηραμένει κείνους κυρίους εναι ερήνης κα πολέμου.


[2.2.19] Θηραμένης δ κα ο λλοι
πρ
έσβεις πε σαν ν Σελλασίᾳ, ρωτώμενοι δ π τίνι λόγ κοιεν επον τι ατοκράτορες περ ερήνης, μετ τατα ο φοροι καλεν κέλευον ατούς. πε δ’ κον, κκλησίαν ποίησαν, ν ντέλεγον Κορίνθιοι κα Θηβαοι μάλιστα, πολλο δ κα λλοι τν λλήνων, μ σπένδεσθαι θηναίοις, λλ’ ξαιρεν.



[2.2.20] Λακεδαιμόνιοι δ οκ φασαν πόλιν λληνίδα νδραποδιεν μέγα γαθν εργασμένην ν τος μεγίστοις κινδύνοις γενομένοις τ λλάδι, λλ’ ποιοντο ερήνην φ’ τά τε μακρ τείχη κα τν Πειραι καθελόντας κα τς νας πλν δώδεκα παραδόντας κα τος φυγάδας καθέντας τν ατν χθρν κα φίλον νομίζοντας Λακεδαι μονίοις πεσθαι κα κατ γν κα κατ θάλατταν ποι ν
γνται.





[2.2.21] Θηραμένης δ κα ο σν ατ πρέσβεις πανέφερον τατα ες τς θήνας. εσιόντας δ’ ατος χλος περιεχετο πολύς, φοβούμενοι μ πρακτοι κοιεν· ο γρ τι νεχώρει μέλλειν δι τ πλθος τν πολλυμένων τ
λιμ
.

[2.2.22] τ δ στεραίᾳ πήγγελλον ο πρέσβεις φ’ ος οἱ  Λακεδαιμόνιοι ποιοντο τν ερήνην· προηγόρει δ ατν
Θηραμ
ένης, λέγων ς χρ πείθεσθαι Λακεδαιμονίοις κα τ
τε
ίχη περιαιρεν. ντειπόντων δέ τινων ατ, πολ δπλειόνων συνεπαινεσάντων, δοξε δέχεσθαι τν ερήνην.

[2.2.23] μετ
δ τατα Λύσανδρός τε κατέπλει ες τν Πειραι κα
ο
φυγάδες κατσαν κα τ τείχη κατέσκαπτον π’ αλητρίδων πολλ προθυμίᾳ, νομίζοντες κείνην τν μέραν τ
λλάδι ρχειν τς λευθερίας.
Μτφρ. Ρ. Ρούφος. [1966]

Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι αν θελήσουν να τον στείλουν στον Λύσανδρο θα ξέρει, γυρίζοντας, για ποιον λόγο είν' ανένδοτοι οι Λακεδαιμόνιοι στο ζήτημα των Τειχών ― αν το κάνουν με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να 'χουν κάποια εγγύηση. Όταν τον έστειλαν, έμεινε κοντά στον Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, παραφυλάγοντας την ώρα που οι τροφές θα σώνονταν ολωσδιόλου κι οι Αθηναίοι θα 'ταν πρόθυμοι να δεχτούν ό,τι τους έλεγαν.

Γύρισε λοιπόν τον τέταρτο μήνα κι ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος δεν τον άφηνε ως τότε να φύγει, και τώρα του λέει να πάει στη Λακεδαίμονα επειδή δεν έχει ο ίδιος εξουσία ν' απαντήσει στις ερωτήσεις του, παρά μόνο οι έφοροι. Τότε οι Αθηναίοι τον εκλέξαν να πάει στη Λακεδαίμονα πρέσβης με γενική πληρεξουσιότητα, μαζί μ' άλλους εννιά.

Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντάς τους τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους, Λακεδαιμονίους, ότι είπε του Θηραμένη πως αυτοί μονάχα είχαν εξουσία ν' αποφασίζουν για πόλεμο και για ειρήνη.

Σαν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλασία και τους ρώτησαν τι έρχονται να κάνουν, αποκρίθηκαν ότι έρχονται πληρεξούσιοι να διαπραγματευτούν ειρήνη. Τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν, κι όταν ήρθαν συγκάλεσαν Συνέλευση. Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και ιδίως οι Κορίνθιοι κι οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν.


Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα· δέχτηκαν λοιπόν να γίνει ειρήνη με τον όρο ότι οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω τους εξόριστους, θα 'χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί.

Μ' αυτό το μήνυμα επέστρεψαν ο Θηραμένης κι οι άλλοι πρέσβεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, τρέμοντας μην τυχόν γύριζαν άπρακτοι· δεν άντεχαν άλλη αναβολή, τόσο πολλοί ήταν οι θάνατοι από την πείνα.


Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανέφεραν τους όρους που έβαζαν οι Λακεδαιμόνιοι για ειρήνη· στ' όνομα ολωνών μίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να εισακούσουν τους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Μερικοί αντιμίλησαν, η μεγάλη πλειοψηφία όμως τον επιδοκίμασε κι αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.


Μετά απ' αυτά ο Λύσανδρος αγκυροβόλησε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και βάλθηκαν με πολλήν όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια ― νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα.
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002.

Ενώ εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στη συνέλευση ότι, αν θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο, θα γυρίσει ξέροντας για ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα των τειχών, το κάνουν δηλαδή με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να έχουν κάποια εγγύηση. Αφού στάλθηκε, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι θα αποφάσιζαν να δεχτούν ό,τι τους πρότειναν, αφού θα τους τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα.

Αφού, λοιπόν, γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανάφερε στη συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε ως τότε δέσμιο και ότι τώρα τον συμβουλεύει να πάει στη Σπάρτη. Γιατί, δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να απαντήσει στις ερωτήσεις του, αλλά οι έφοροι. Ύστερα απ' αυτό εκλέχτηκε να πάει στη Σπάρτη ως πρέσβης με απεριόριστες αρμοδιότητες μαζί μ' άλλους εννιά.

Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντας τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους Λακεδαιμονίους, ότι είπε στο Θηραμένη ότι αυτοί μόνο είχαν εξουσία να αποφασίζουν για ειρήνη ή για πόλεμο.
Όταν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλάσια και όταν τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν έλθει, αποκρίθηκαν ότι ήρθαν απόλυτα πληρεξούσιοι για την ειρήνη, τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Κι όταν ήρθαν, συγκάλεσαν συνέλευση, όπου αντιδρούσαν κυρίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες (προτείνοντας) να μην κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν.

Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, δε συμφωνούσαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, που είχε προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα, αλλά δέχονταν να γίνει ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι να γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, να παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, να φέρουν πίσω τους εξόριστους, να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμόνιους και να εκστρατεύσουν μαζί τους στη στεριά και τη θάλασσα, όπου τυχόν τους οδηγούν αυτοί.


Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις μετέφεραν αυτές τις προτάσεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, φοβούμενοι μήπως γύρισαν άπρακτοι. Γιατί, δε σήκωνε άλλη αναβολή, επειδή είχαν πεθάνει πολλοί από την πείνα.


Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανάφεραν με ποιους όρους δέχονταν οι Λακεδαιμόνιοι την ειρήνη. Για λογαριασμό όλων μιλούσε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να πεισθούν στους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Καθώς μερικοί αντιμίλησαν και η μεγάλη πλειοψηφία τα επικρότησε, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.


Μετά απ' αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και με πολλή όρεξη γκρέμιζαν τα Τείχη κάτω από τους ήχους των αυλητρίδων, με την ψευδαίσθηση ότι κείνη τη μέρα άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου