Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Φύλλα εργασίας στον Παπαδιαμάντη

Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραμματολογικά στοιχεία

1.    Το διήγημα ανήκει στον κύκλο των σκιαθίτικων διηγημάτων του Παπαδιαμάντη. Ποιες εικόνες οριοθετούν το συγκεκριμένο περιβάλλον;

2.    Ποια στοιχεία συντελούν στο χαρακτηρισμό του διηγήματος ως ηθογραφικού;

3.    Οι ιδεολογικοί άξονες γύρω από τους οποίους στρέφεται το έργο του Παπαδιαμάντη είναι η βαθιά προσήλωση στη χριστιανική πίστη και η απεικόνιση της ζωής των απλών ανθρώπων. Πού υπάρχουν τα θέματα αυτά στο διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας»;

4.    Ο θάνατος μικρών παιδιών (θέμα συχνό στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη) τι αποκαλύπτει για τη Σκιαθίτικη κοινωνία της εποχής του ποιητή;

5.    Υπάρχουν κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι στο διήγημα ο συγγραφέας μεταπλάθει μια λαϊκή ιστορία;

6.    Ο Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του αναφέρεται «σε καθημερινούς ανθρώπους που πάσχουν συχνά απλώς και μόνο επειδή ζουν» . Πώς εφαρμόζεται αυτό το σχόλιο στην περίπτωση της γριάς Λούκαινας;

7.    Ένας από τους στόχους του συγγραφέα στα διηγήματά του είναι η συμμετοχή της φύσης στον ανθρώπινο πόνο. Πώς επιτυγχάνεται αυτό στο διήγημα;

8.    Να προσδιορίσετε τη λειτουργία των φυσικών στοιχείων στη σκηνή του πνιγμού της Ακριβούλας με τη βοήθεια του κειμένου του Οδ. Ελύτη που ακολουθεί : «Μια απέραντη συμπόνια, πιο χτυπητή ακόμα στην περίπτωση της Ακριβούλας, όπου πια οι άνθρωποι, έτσι κι αλλιώς, χωρίς ίσως να το θέλουν, παρουσιάζονται αδιάφοροι για το χαμό της μικρούλας, που βυθίζεται μέσα στα κύματα τη στιγμή που ίσα ίσα βυθίζεται κι ο ήλιος· ενώ το μοιρολόι για έναν τέτοιο χαμό αναλαμβάνει να το πει μια φώκια, μια απλή, συμπονετικιά φώκια, και κανείς άλλος. Εδώ θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του διηγηματογράφου. Παρουσιάζει την ανθρωπότητα να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν μια μηχανή άψυχη: ο βοσκός παίζει το σουραύλι του, η γρια Λούκαινα, φορτωμένη την αβασταγή της, ανεβαίνει στο μονοπάτι, κι η γολέτα βολτατζάρει στο λιμάνι. Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το έδαφος των ανθρωπίνων είναι -και με πολύ έντονο τρόπο- αναπτυγμένη στον Παπαδιαμάντη· αλλά και το πάτημα του άλλου του ποδιού στα πέραν του κόσμου τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα, και η στιγμούλα αυτή ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος, το μέρος του θανάτου.» (Οδ. Ελύτη, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», Εν Λευκώ, εκδ. Ίκαρος, σσ.79-80)

9.    Προσπαθήστε να αποτυπώσετε σ’ ένα κείμενο 200-300 λέξεων το πορτρέτο του σκιαθίτη δημιουργού, λαμβάνοντας υπόψη την εικόνα που δίνει ο Βάρναλης: «Συνήθιζε να κάθεται έξω από το καφενείο της Δεξαμενής, στο πίσω μέρος, δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Από το παραθυράκι έπαιρνε το καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν’ ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα. Μακριά απ’ όλους τους πελάτες, απομονωμένος, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζόταν στα δημιουργικά του ονειροπολήματα…»






Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης)

1.    Ποιες αφηγηματικές τεχνικές χρησιμοποιεί ο συγγραφέας;

2.    Σε ποιο σημείο του διηγήματος αποκαλύπτεται η τραγική ειρωνεία που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και τι πετυχαίνει με αυτή; Να σχολιάσετε τη χρήση της στα ονόματα των προσώπων που αναφέρονται στο διήγημα.

3.    α)Να προσδιορίσετε το χώρο και το χρόνο του διηγήματος και να ερμηνεύσετε τη λειτουργία τους στην πλοκή του διηγήματος. β)Ποια είναι τα πρόσωπα; Πώς συνδέονται με το συγκεκριμένο χώρο και χρόνο;

4.    α)Ποια είναι τα μέρη που συνθέτουν την ιστορία; β)Από ποιες σκηνές αποτελείται κάθε μέρος; γ)Πώς συνδέονται μεταξύ τους;

5.    Να επισημάνετε τα αντιθετικά ζεύγη εικόνων, σκηνών, προσώπων που υπάρχουν στο διήγημα και να τα σχολιάσετε.

6.    Περιγράψτε την εικονοποιία του συγγραφέα που αναφέρεται α)στη φύση και β)στον άνθρωπο.

7.    Αφού ξεχωρίσετε τις εικόνες του διηγήματος (σε στατικές, κινητικές ή ηχητικές), να επισημάνετε τη λειτουργία τους στο κείμενο.

8.    Σε τι συνίσταται η ιδιομορφία της γλώσσας του Παπαδιαμάντη; [Πρβλ: «Θα έλεγα ότι υπάρχουν στη γλώσσα του [Παπαδιαμάντη] τρεις αναβαθμοί. Στους διαλόγους χρησιμοποιεί σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα για πολλές φορές και με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς, υπάρχει μια άλλη γλώσσα για την αφήγηση με βάση βέβαια την καθαρεύουσα αλλά και με πρόσμειξη πολλών στοιχείων της δημοτικής και αυτό αποτελεί το πιο προσωπικό του ύφος και τέλος η παραδεδομένη από την παλιότερη γενιά της πεζογραφίας, που ο Παπαδιαμάντης την επιφυλάσσει στις περιγραφές, καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις», Δ. Πλάκας, Τετράδια Ευθύνης, αρ. 15 στο κείμενό του «Η ρομαντική διάσταση του Παπαδιαμάντη»]

9.    Ποια λυρικά στοιχεία διακρίνετε στο διήγημα;

10.  Τι πετυχαίνει ο συγγραφέας παρουσιάζοντας τη γριά Λούκαινα να αγνοεί τον πνιγμό της Ακριβούλας; Τι εξυπηρετεί αυτό στην οικονομία της αφήγησης;

11.  Πώς πετυχαίνει ο συγγραφέας να προσδώσει ρεαλισμό στο διήγημα;

12.  Σε ποια σημεία του κειμένου λειτουργεί ο εσωτερικός μονόλογος και πώς;

13.  Ο θάνατος κατά κάποιο τρόπο προκαθορίζεται από την αρχή του διηγήματος. Ποια στοιχεία θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σε αυτή τη διαπίστωση;






Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:

1.    Ποια είναι τα κύρια σημεία του διηγήματος και ποιο το βασικό επεισόδιο που γίνεται η αφορμή για το θρήνο της φώκιας;

2.    Ποιες είναι οι ενέργειες των δύο βασικών ηρωίδων;

3.    Προσδιορίστε τα χαρακτηριστικά της γριάς Λούκαινας μέσα από τις εκδηλώσεις της (κατά την πορεία της προς τη θάλασσα, την αφήγηση των αναμνήσεών της και κατά την επιστροφή της).

4.    Ποια στοιχεία μας παραθέτει ο συγγραφέας για την προσωπική ιστορία της γριάς Λούκαινας;

5.    Στο διήγημα υπάρχουν δύο μοιρολόγια, της γριάς Λούκαινας και της φώκιας. Πού αναφέρεται το καθένα;

6.    Ποια στοιχεία προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το θάνατο της Ακριβούλας;Πώς κλιμακώνεται στο διήγημα η σκηνή του θανάτου της Ακριβούλας;

7.    Ποια ιδέα δεσπόζει στο διήγημα;

8.    Με ποιο τρόπο πετυχαίνει ο συγγραφέας να μετατρέψει τη φώκια σε «μορφή» που εκφράζει τον ανθρώπινο πόνο.

9.    Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να μετουσιώνει το προσωπικό δράμα του ανθρώπου σε πανανθρώπινο;

10.  Να αναλύσετε τον προβληματισμό του συγγραφέα, όπως εμφανίζεται στους στίχους στο τέλος του διηγήματος (οι οποίοι είναι πρωτότυπη σύνθεση του συγγραφέα). Ποια στάση ζωής εκφράζουν οι δύο τελευταίοι στίχοι του μοιρολογιού της φώκιας (που είναι επίσης χαραγμένοι στην προτομή του συγγραφέα στη Σκιάθο); Συμφωνείτε; Αιτιολογήστε την απάντησή σας.

11.  Ποιος είναι ο ρόλος του μικρού βοσκού στο διήγημα; [«... σημαδιακός κι αταίριαστος είναι» θα πει γι’ αυτόν η γρια - Λούκαινα. Η ύπαρξη του βοσκού υπηρετεί διπλή λειτουργική σκοπιμότητα. Πρώτα-πρώτα η μουσική του έχει μοιραία επίδραση στο αθώο θύμα. Ακούγοντάς την η Ακριβούλα νυχτώθηκε κι έχασε τον προσανατολισμό της. Αλλά, εκτός από αυτό, ο συγγραφέας θέλησε με το βοσκό να αντιθέσει το ’φαιδρόν ποιμενικό άσμα’ του με το ’πένθιμο μοιρολόγι» της Λούκαινας’. Γ. Παγανός, Η νεοελληνική πεζογραφία (θεωρία και πράξη), τ. Β’, Κώδικας, 1993, σ. 123]

12.  Ποια αίσθηση προκαλεί η περιγραφή του κοιμητηρίου κατά την ώρα του ηλιοβασιλέματος;

13.  α)Πώς περιγράφεται η Ακριβούλα; β)Τι νομίζετε ότι συμβολίζει η κάθοδός της στο μονοπάτι;

14.  Να συσχετίσετε τη σχέση της «παγίδευσης» της γολέτας στο λιμάνι (λόγω άπνοιας) με την «παγίδευση» της Ακριβούλας από τον αυλό του βοσκού.

15.  Ποια στοιχεία δείχνουν τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και πώς υποβάλλονται στο συγκεκριμένο διήγημα;
16.  Περιγράψτε την εικόνα του πνιγμού της Ακριβούλας και τη λειτουργία της στο διήγημα.
Σχολιασμός αδίδακτου λογοτεχνικού κειμένου:
Αλ. Παπαδιαμάντη, «Φόνισσα»
«Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της· όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της -και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγονιών της».

Αλ. Παπαδιαμάντη, «Η Μαυρομαντηλού»
«Ο σκόπελος ο καλούμενος Μαυρομαντηλού δεν θ’ απέχει πλείονας ή
τριάκοντα οργυιάς από της παραλίας, όπου ανοίγεται γραφική ωραία αγκάλη
περιβάλλουσα το κύμα ορμητικόν κατά της ακτής χωρούν, αμβλύ προσπίπτον
επί της άμμου και υπ’ αυτής καταπινόμενον.
 Εκεί βλέπει χωρικήν γυναίκα κύπτουσαν επί τον αιγιαλόν, πλύνουσαν ράκη
τινά παρά την άκραν της αμμουδιάς, εις την ρίζαν ενός βράχου, εξέχοντος
προς την θάλασσαν, επικαμπούς επί το κύμα, όπου τα νερά ήρχιζον να
βαθύνωνται. Ο βράχος ούτος εκαλείτο «Μύτικας» και ήτο εξ εκείνων, αφ’ ων
οι κολυμβηταί κατά το θέρος συνηθίζουσι να εκτελώσι τα εκπληκτικά εκείνα
εις την θάλασσαν άλματα.
 Ο υιός της γυναικός ταύτης, παιδίον επταετές, διαλαθών την προσοχήν της
μητρός, είχεν αναρριχηθεί επιτηδείως εις το ύψος του βράχου.
 Αίφνης η μήτηρ του, αισθανθείσα όπισθέν της εκ του αορίστου κενού την
απουσίαν του παιδίου, στρέφεται, υψώνει την κεφαλήν και τον βλέπει επί της
κορυφής του βράχου, τείνοντα εις τα εμπρός τους γρόνθους, κύπτοντα την
κεφαλήν, και παιδικούς γρυλλισμούς εκβάλλοντα.
 Ο μικρός, όστις είχεν ιδεί κατά το προλαβόν θέρος κολυμβητάς πηδώντας
αφ’ ύψους του βράχου τούτου, εξετέλει μιμικήν, ότι τάχα ήθελε
να δώσει βουτιά από τον Μύτικα, ως κάμνουσιν οι έφηβοι και οι ακμαίοι
νεανίσκοι.
 Η μήτηρ του ήρχισε να τον καλεί πλησίον της. Ο Γιαννιός, όστις εσκάλιζε με
την αρπάγην του πέριξ της Μαυρομαντηλούς, ήκουε τας φωνάς της γυναικός
ταύτης: «Κατέβα, αρέ δαίμονα, αρέ λύκε ξιδάτε!»
 Αλλ’ ο μικρός εκώφευεν. Η μήτηρ οργισθείσα ανέτεινεν τον κόπανόν της, δι’
ου έτυπτε τα λευκαινόμενα ράκη προς το μέρος του βράχου και τον επέσειεν
απειλητικώς προς τον παίδα· «Έννοια σ’, αρέ σκάνταλε, έννοια σ’, χάρε
μαύρε! Το βράδ’, σα ’ρθεί ο πατέρας σ’ απ’ το χωράφ’, δώσε λόγο».
 Εκεί, καθώς επέμενε να εκτελεί τους μίμους του ο μικρός, αδιαφορών προς
τας κραυγάς της μητρός του, κύπτων ολίγον βαθύτερον, ολισθαίνει, εκβάλλει
πεπνιγμένην κραυγήν, και πίπτει μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν.
 Το κύμα θα είχε βάθος πλέον ή διπλούν αναστήματος ανδρός. Βυθίζεται εις
τον πόντον, και πάλιν ανέρχεται εις την επιφάνειαν, και ασπαίρει, και
παραδέρνει, και είτα βυθίζεται εκ δευτέρου.
 Η γυνή μίαν αφήκε σπαρακτικήν, διάτορον κραυγήν, και πελιδνή,
περίτρομος, αγρία, καθώς εκράτει τον κόπανόν της, επιβαίνει εις το κύμα.
Φθάνει μέχρι της οσφύος, είτα μέχρι του στέρνου, και με τον κόπανον αγωνιά
να φθάσει το παιδίον πνιγόμενον ήδη και το δεύτερον εξαφανισθέν. Αλλ’ ως
ήτο επόμενον, διά της δίνης, ην εσχημάτιζεν ο κόπανος εις το κύμα,
απεμάκρυνε μάλλον το αγωνιών σώμα, ή το προσήγγιζεν εις την χείρα της
μητρός. Αύτη έκραξε και πάλιν βοήθειαν, αλλά την στιγμήν εκείνην ουδείς

των επιστρεφόντων εις την πολίχνην χωρικών ευρίσκετο εκεί πλησίον.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου