Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Εφαρμογές ερμηνευτικού σχολίου στη Λογοτεχνία



Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Τσέρνομπιλ, Ένα χρονικό του μέλλοντος
Το βιβλίο της Αλεξίεβιτς ανήκει στη λεγόμενη λογοτεχνία της μαρτυρίας. Περιλαμβάνει εκατό μαρτυρίες ανθρώπων που υπήρξαν θύματα της μεγαλύτερης τεχνολογικής καταστροφής του 20ου αιώνα, των εκρήξεων που κατέστρεψαν τον αντιδραστήρα στον πυρηνικό σταθμό του Τσέρνομπιλ.
Μονόλογος για ένα σεληνιακό τοπίο
            «Ξαφνικά άρχισα να αναρωτιέμαι. Τι είναι προτιμότερο: να θυμάται κανείς ή να ξεχνά; Ρώτησα τους φίλους μου. Κάποιοι είχαν ξεχάσει, κάποιοι δεν ήθελαν να θυμούνται γιατί δεν μπορούσαν να αλλάξουν τίποτα. Δεν μπορούν ούτε καν να φύγουν από εδώ...Κανείς μας δεν μπορεί να φύγει...

            Τι να θυμηθώ...Τις πρώτες ημέρες μετά το ατύχημα, όλα τα βιβλία σχετικά με τη ραδιενέργεια, τη Χιροσίμα, το Ναγκασάκι, ακόμη και βιβλία σχετικά με το έργο του Ρέντγκεν εξαφανίστηκαν από τις βιβλιοθήκες. Λέγαμε τότε πως ήταν μια μεθοδευμένη ενέργεια των αρχών για να αποτραπεί ο πανικός. Θυμάμαι μάλιστα πως κυκλοφορούσε τότε ένα αστείο που έλεγε πως, αν το Τσέρνομπιλ ήταν στην Παπούα, θα τρομοκρατούνταν όλοι εκτός από τους Παπούα. Δεν υπήρχαν ιατρικές συστάσεις, οδηγίες ή οποιαδήποτε σχετική πληροφορία. Όσοι μπορούσαν, αγόραζαν ιώδιο. Δεν υπήρχε όμως στα φαρμακεία της πόλης μας κι έπρεπε κανείς να διαθέτει μέσο για να βρει. Πολλοί έπιναν ιώδιο με καθαρό αλκοόλ. Ύστερα, τους μετέφεραν στα επείγοντα.
            Λίγο μετά, αρχίσαμε να παρατηρούμε τα πουλιά. Όσο υπήρχαν σπουργίτια και περιστέρια στην πόλη, σήμαινε ότι η περιοχή ήταν κατοικήσιμη. Αν έφευγαν ή – ακόμα χειρότερα – πέθαιναν, θα σήμαινε πως η πόλη μας ήταν κι αυτή μολυσμένη...Μία μέρα βρισκόμουν σ’  ένα ταξί, όταν ξαφνικά ο οδηγός άρχισε ν’ αναρωτιέται γιατί τα πουλιά έπεφταν στο παρμπρίζ των αυτοκινήτων, λες και ήταν τυφλά. Λες και είχαν τρελαθεί. Λες κι αυτοκτονούσαν.
            Θυμάμαι πως γυρνούσα από ένα επαγγελματικό ταξίδι. Βρέθηκα μπροστά σ’ ένα σεληνιακό τοπίο. Τα χωράφια είχαν σκεπαστεί από μια στρώση λευκού δολομίτη. Είχαν ήδη ανασκαλίσει την επιφάνεια του εδάφους και είχαν ρίξει από πάνω άμμο δολομίτη. Ένιωσα σα να μη βρισκόμουν πια στη γη. Αυτό το θέαμα με στοίχειωνε για πολύ καιρό – προσπάθησα μάλιστα να γράψω κι ένα διήγημα σχετικά μ’ αυτό. Φαντάστηκα τι θα υπήρχε σ’ αυτό το μέρος εκατό χρόνια μετά – ένας μεταλλαγμένος άνθρωπος που θα αναπηδά στηριζόμενος στα μακριά πίσω πόδια του. Θα μπορούσε να δει πεντακάθαρα μέσα στο σκοτάδι ή με το τρίτο μάτι του και ν’ ακούει ακόμη και το τρεχαλητό των μυρμηγκιών στη γη με το μοναδικό αυτί του που θα βρισκόταν στον σβέρκο του. Δε θα υπήρχε τίποτε άλλο στη γη εκτός από τα μυρμήγκια κι αυτόν. Κάθε άλλη μορφή ζωής θα είχε εξαφανιστεί.
            Ταχυδρόμησα το διήγημα σε ένα περιοδικό και μου απάντησαν πως αυτό δεν ήταν λογοτεχνία, αλλά η περιγραφή ενός εφιάλτη. Γνωρίζω πως, ούτως ή άλλως, δεν έχω συγγραφικό ταλέντο, αλλά νομίζω πως άλλος ήταν ο λόγος της απόρριψης. Αναρωτιέμαι γιατί γράφονται τόσο λίγα για το Τσέρνομπιλ. Γιατί οι συγγραφείς μας επιμένουν να ασχολούνται με τον πόλεμο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και δεν ασχολούνται μ’ αυτό. Νομίζετε πως είναι τυχαίο; Νομίζω πως αν είχαμε κερδίσει στο Τσέρνομπιλ, θα γράφονταν πολύ περισσότερα. Ή έστω, αν το είχαμε κατανοήσει στο ελάχιστο. Δεν ξέρουμε όμως πώς να χειριστούμε αυτόν τον τρόμο. Δεν έχουμε την ικανότητα... Γιατί απλούστατα, δεν μπορούμε να το συγκρίνουμε με οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη εμπειρία ή με οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας...
            Αναρωτιέμαι, λοιπόν. Τι είναι προτιμότερο; Να θυμάται κανείς ή να ξεχνά;»
            Εβγκένι Αλεξάντροβιτς Μπρόβκιν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γκόμιελ
(Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Τσέρνομπιλ, Ένα χρονικό του μέλλοντος, Πατάκης, 20196)
           
Ερώτημα
Στο παραπάνω κείμενο καταγράφεται η μαρτυρία ενός από τα θύματα του πυρηνικού ατυχήματος στο Τσέρνομπιλ. Με ποιους αφηγηματικούς τρόπους και ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται ο τρόπος που βίωσε ο αφηγητής το τραγικό συμβάν; Συμφωνείτε με το δίλημμα που αντιμετωπίζει; (150-200 λέξεις)
Προτεινόμενη απάντηση
Ξεκινώντας με έναν συναισθηματικά φορτισμένο μονόλογο ο αφηγητής εγκιβωτίζει στην αφήγησή του διαφορετικά περιστατικά στα οποία περιγράφει τις προσωπικές του αντιδράσεις και των συμπολιτών του μετά την τραγική έκρηξη. Αρχικά αναφέρει την εξαφάνιση των βιβλίων των σχετικών με τη ραδιενέργεια, όπως και την απουσία ιατρικών οδηγιών. Παρεμβάλλει προσωπικά σχόλια, καθώς αφηγείται το περιστατικό με τον ταξιτζή και τα πουλιά, για να επιβεβαιώσει το μέγεθος του κινδύνου και να δικαιολογήσει τον πανικό του κόσμου. Η προσωπική του εμπειρία από την επίσκεψη στο σεληνιακό τοπίο του δολομίτη του δίνει την αφορμή για τη συγγραφή ενός φανταστικού διηγήματος που διαδραματίζεται 100 χρόνια μετά. Ο αφηγητής τρέφει φιλοδοξίες για το διήγημά του, όταν όμως απορρίπτεται, επιδίδεται σε νέα σχόλια. Η απόρριψή του δεν οφείλεται στη συγγραφική του ανεπάρκεια, αλλά στην ασύγκριτη τραγικότητα του περιγραφόμενου γεγονότος και στον τρόμο που προκαλεί. Η δυσκολία αυτή κάνει τον αφηγητή να διατυπώσει το ίδιο ερώτημα – δίλημμα στην αρχή και στο τέλος της αφήγησής του:  Τι είναι προτιμότερο; Να θυμάται κανείς ή να ξεχνά; Η αλλαγή του προσώπου στο τέλος σε α΄ πληθυντικό επιβεβαιώνει ότι το δίλημμα είναι συλλογικό και όχι ατομικό. Κατά τη γνώμη μου, αν και η μνήμη σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργεί με οδυνηρό τρόπο, οφείλει να λειτουργεί, γιατί είναι ιστορική και διδάσκει. Η γνώση και η κατανόηση του παρελθόντος νοηματοδοτεί παρόν και μέλλον.
                                                                                                                     [Λέξεις: 218]

Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
  • Αυτοδιηγητικός αφηγητής με μηδενική εστίαση που καταγράφει την προσωπική του ιστορία, αλλά δίνει και άλλες πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε μετά την έκρηξη στο Τσέρνομπιλ (Τις πρώτες ημέρες μετά το ατύχημα..., ... κυκλοφορούσε τότε ένα αστείο..., Δεν υπήρχαν ιατρικές συστάσεις..., Όσοι μπορούσαν ... στα επείγοντα) παρεμβάλλοντας και προσωπικά σχόλια
  • Αναδρομές (Τις πρώτες ημέρες μετά το ατύχημα, ... τους μετέφεραν στα επείγοντα, Μία μέρα βρισκόμουν ... αυτοκτονούσαν, Θυμάμαι πως γυρνούσα ... πια στη γη) με τις οποίες δίνονται πρόσθετες πληροφορίες για το τραγικό περιστατικό όπως το βίωσε ο αφηγητής διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη
  • Πρόληψη (Φαντάστηκα τι θα υπήρχε ... θα είχε εξαφανιστεί) αποτελεί η περιγραφή της ιστορίας του βιβλίου που έγραψε ο αφηγητής και αναφέρεται στο μέλλον
  • Διαδοχικές αρνήσεις (κάποιοι δεν ήθελαν να θυμούνται γιατί δεν μπορούσαν να αλλάξουν τίποτα. Δεν μπορούν ούτε καν να φύγουν από εδώ...Κανείς μας δεν μπορεί να φύγει..., Δεν ξέρουμε όμως πώς να χειριστούμε αυτόν τον τρόμο. Δεν έχουμε την ικανότητα... Γιατί απλούστατα, δεν μπορούμε να το συγκρίνουμε ... άλλη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας...) που περιγράφουν τις ψυχολογικές συνέπειες της έκρηξης στον πληθυσμό της περιοχής
  • Εικόνες που ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις (Τις πρώτες ημέρες μετά το ατύχημα, όλα τα βιβλία ... εξαφανίστηκαν από τις βιβλιοθήκες,  Πολλοί έπιναν ιώδιο με καθαρό αλκοόλ. Ύστερα, τους μετέφεραν στα επείγοντα, Μία μέρα βρισκόμουν σ’  ένα ταξί, ...  λες και ήταν τυφλά, Βρέθηκα μπροστά σ’ ένα ... δολομίτη, ... ένας μεταλλαγμένος ... στον σβέρκο του) και αποδίδουν παραστατικά την ιστορία του αφηγητή
  • Τροπικότητα: Χρησιμοποιείται  η οριστική έγκλιση ως υπόθεση (Αν έφευγαν, Αν πέθαιναν, αν το Τσέρνομπιλ ήταν, όταν άρχισε, Λες και είχαν τρελαθεί. Λες κι αυτοκτονούσαν , σα να μη βρισκόμουν, αν είχαμε κερδίσει, αν το είχαμε κατανοήσει), ως πιθανότητα (θα τρομοκρατούνταν, θα σήμαινε, τι θα υπήρχε, θα αναπηδά, θα βρισκόταν, Δε θα υπήρχε, θα είχε εξαφανιστεί θα γράφονταν), ως δυνατότητα (δεν μπορούσαν να αλλάξουν, Δεν μπορούν ούτε καν να φύγουν, Κανείς μας δεν μπορεί να φύγει,  Θα μπορούσε να δει ... και ν’ ακούει) και βέβαια ως απόλυτη βεβαιότητα (θυμάμαι, γνωρίζω, ταχυδρόμησα, απάντησαν επιμένουν, νομίζετε), αλλά και η υποτακτική ως πρόθεση (άρχισα να αναρωτιέμαι, για να αποτραπεί, αρχίσαμε να παρατηρούμε,  άρχισε ν’ αναρωτιέται) ή καθήκον (να θυμάται κανείς ή να ξεχνά)






Κική Δημουλά, Αντεύχομαι
Το βιβλίο της Δημουλά «Εκτός σχεδίου» περιλαμβάνει σαράντα τρία μικρά διηγήματα με αυτοβιογραφικό, εξομολογητικό περιεχόμενο, που περιλαμβάνουν μνήμες, χρώματα, μυρωδιές, συναισθήματα μιας ζωής, μικρά καθημερινά συμβάντα που ανασύρονται από τη λήθη, ανασταίνονται και αποκαθίστανται στο χρόνο με τον δικό της μοναδικό τρόπο γραφής.
Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα αυτής της μεγαλοκυρίας που λέγεται ευτυχία.
Μου έχει σπάσει τα νεύρα με όσα ισχυρίζεται απολογούμενη που με έστησε. Ότι τάχα ήρθε, αλλά εγώ είχα το νου μου σε τούτο και σε κείνο, ενώ εκείνη με περίμενε σε τούτο και σε κείνο, κι όπως μου τα προσδιόρισε, με περίμενε σε πράγματα αδύνατα να συμβούν, εκεί ακριβώς δηλαδή που είχα το νου μου. Κι αυτός ήτανε, λέει, ο λόγος που την προσπέρασα.
Άλλοτε πάλι, επιμένει πως ήρθε, στάθηκε λέει έξω από κάτι ιστορίες, στις οποίες εγώ ήδη είχα μπει μέσα, είχε τη διάθεση να πηδήξει από το παράθυρο και να μπει, αλλά ήταν τόσο υπερυψωμένη η δυσπιστία μου που δεν το τόλμησε. Άλλη δικαιολογία, τραβηγμένη από τα μαλλιά, πως εγώ χτύπησα πολύ σιγά την πόρτα της, φοβήθηκε και δε μου άνοιξε, και τι ψεύτρα, Θεέ μου, ότι χτύπησα λάθος τη διπλανή της πόρτα και βλέποντάς με να καθυστερώ, συνεπέρανε ότι το λάθος μου βγήκε σε καλό και δεν ήθελε να το διακόψει.
Μου έχει απαριθμήσει μία μία τις στιγμές με το όνομά τους, που την περιείχαν, λέει, αλλά εγώ θυμάμαι μόνο τι φόβο είχα μην τις χάσω. Βλέπεις; μου λέει η κουτοπόνηρη, αν δεν ήμουνα εγώ εκεί μέσα, σ’ αυτές τις στιγμές, γιατί θα φοβόσουν μην τις χάσεις, τι σ’ ένοιαζε; Άρα ήρθα.
Αμέτρητες οι φορές που είπαμε να συναντηθούμε σε κάποιο φωτεινό μέρος, είτε στις κάποιες έξι των απογευμάτων είτε στις κάποιες οκτώ των δειλινών που έχουνε πιο φρόνιμο φως, κι εγώ να περιμένω, να την περιμένω με τις ώρες και που να φανεί. Και με τι θράσος να εμφανίζεται μετά στα όνειρά μου, να μου ζητάει συγνώμη που δεν ήρθε, γιατί είχε χάσει κάποιον δικό της κι ήτανε στις μαύρες της, ή και να μου επιτίθεται πως ενώ ήρθε, ενώ περίμενε εκεί μέσα στις ώρες της αναμονής μου, εγώ δεν την αναγνώρισα και δε φταίει αυτή.
Είδα κι έπαθα να μην έχω την ανάγκη της. Και τώρα που παλεύοντας τα κατάφερα, έρχεται και μου δίνει συγχαρητήρια, πως αυτό ακριβώς, ότι δεν έχω την ανάγκη της, αυτό είναι ευτυχία. Άπιαστη σου λέω.
                                                                Κική Δημουλά, Εκτός σχεδίου, Ίκαρος, 20041

Ερώτημα
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το βασικό θέμα που αναλύει η ποιήτρια; Περιγράψτε τη στάση της με αναφορά σε κατάλληλους κειμενικούς δείκτες (εκφραστικά μέσα, σχήματα λόγου). Συμφωνείτε με την τελική της κρίση για το θέμα; (150-200 λέξεις)


Προτεινόμενη απάντηση
Με τον γνωστό αντισυμβατικό της λόγο η Δημουλά προσπαθεί να ερμηνεύσει το περιεχόμενο της ευτυχίας. Με μία εκτενή προσωποποίηση την αντιμετωπίζει ως μεγαλοκυρία που προκαλεί με την αντιφατική συμπεριφορά της και τις αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις της. Την παρουσιάζει να της ξεφεύγει ευφυώς επικαλούμενη κάθε φορά «οξύμωρες» δικαιολογίες : περιμένει την ποιήτρια εκεί που τα πάντα είναι αδύνατα, έρχεται αντιμέτωπη με τη δυσπιστία της, την αφήνει να χτυπήσει ξένη πόρτα υποθέτοντας πως θα της βγει σε καλό, την περιπαίζει για τον φόβο της μην της ξεφύγει, δεν παρουσιάζεται καθόλου στα ραντεβού τους ή δεν αναγνωρίζεται από την ποιήτρια. Όλες αυτές οι προσωποποιημένες αντιδράσεις αποτελούν χαρακτηριστικά της ευτυχίας, τα οποία αντιλαμβάνεται η ποιήτρια σταδιακά για να καταλήξει στην απόφαση ότι δεν της χρειάζεται. Αλλά κι αυτή η απόφασή της έρχεται σαν δικαίωση του άπιαστου χαρακτήρα της ευτυχίας. Οι προσωποποιήσεις ενισχύονται από εναλλασσόμενες εικόνες με πρωταγωνίστριες την ποιήτρια και την ευτυχία. Αρωγός στην ιδιαίτερη αυτή παρουσίαση έρχεται η γλώσσα της Δημουλά. Απλή, καθημερινή, σε βαθμό προκλητικό, ειδικά όταν αξιοποιεί λαϊκές ρήσεις όπως :  Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα της, μου έχει σπάσει τα νεύρα, τραβηγμένη από τα μαλλιά, ήτανε στις μαύρες της. Πράγματι, η αληθινή ευτυχία είναι δύσκολη στην κατάκτηση και τη διατήρησή της τόσο που να μας προκαλεί φόβο, δυσπιστία, αναποφασιστικότητα. Αλλά εδώ βρίσκεται η ομορφιά της, στο ότι είναι άπιαστη.
                                                                                                                     [Λέξεις: 219]

Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Μακροπερίοδος και σύνθετος λόγος με αρκετές δευτερεύουσες προτάσεις που περιγράφουν ταυτόχρονα διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις (Ότι τάχα ήρθε, ... που είχα το νου μου, Και με τι θράσος να εμφανίζεται ... και δε φταίει αυτή.)
·       Χρήση α΄ ενικού προσώπου, καθώς πρόκειται για προσωπική εξομολόγηση (εγώ έχω, μου έχει, προσπέρασα), αλλά και τρίτου προσώπου, όταν αναφέρεται στην προσωποποιημένη ευτυχία (ήρθε, ισχυρίζεται, περίμενε, προσδιόρισε)
·       Παρέμβλητος ευθύς λόγος (Βλέπεις; μου λέει η κουτοπόνηρη, αν δεν ήμουνα εγώ εκεί μέσα, σ’ αυτές τις στιγμές, γιατί θα φοβόσουν μην τις χάσεις, τι σ’ ένοιαζε; Άρα ήρθα.) που προσδίδει αμεσότητα και ζωντάνια στο κείμενο
·       Ελεύθερος πλάγιος λόγος ( Ότι τάχα ήρθε, ... είχα το νου μου.Άλλη δικαιολογία ... δεν ήθελε να το διακόψει, Και με τι θράσος ... και δε φταίει αυτή.) που εξασφαλίζει ποικιλία στο κείμενο και ταυτόχρονα περιγράφει παραστατικά τη συμπεριφορά της ευτυχίας
·       Σχόλια της αφηγήτριας για την «κακομαθημένη» ευτυχία και τους τρόπους της ( ...τι ψεύτρα, Θεέ μου ..., μου λέει η κουτοπόνηρη..., ... να την περιμένω με τις ώρες και που να φανεί..., με τι θράσος να εμφανίζεται..., Άπιαστη σου λέω) με τα οποία διατυπώνεται η γνώμη της γι’ αυτήν
·       Ειρωνικός τόνος (αυτής της μεγαλοκυρίας που λέγεται ευτυχία, ισχυρίζεται απολογούμενη που με έστησε,  Ότι τάχα ήρθε..., κι όπως μου τα προσδιόρισε, ... δηλαδή που είχα το νου μου, ...αυτός ήτανε, λέει..., Άλλη δικαιολογία, τραβηγμένη από τα μαλλιά, συνεπέρανε ότι το λάθος μου βγήκε σε καλό..., έρχεται και μου δίνει συγχαρητήρια) που συμπληρώνει την εικόνα της αφηγήτριας για την ευτυχία
·       Τροπικότητα: η οριστική, δηλωτική υπόθεσης, πιθανότητας, βεβαιότητας (αν δεν ήμουνα, μην τις χάσω, θα φοβόσουν, ισχυρίζεται, χτύπησα, να περιμένω, να εμφανίζεται, να μου ζητάει συγνώμη, να μου επιτίθεται, περίμενε, συνεπέρανε, ήρθα) είναι κυρίαρχη σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα και με διαφορετικές εκφορές
·       Κυρίαρχος χρόνος ο αόριστος, αφού το κείμενο αναφέρεται κυρίως στο παρελθόν, αλλά προς το τέλος του κειμένου εμφανίζεται και  ο ιστορικός ενεστώτας (στο όνειρο), καθώς η αφηγήτρια επιλέγει να το κάνει περισσότερο παραστατικό και να προσθέσει ζωντάνια με έναν χρόνο ταυτόχρονα παροντικό και ιστορικό (να περιμένω,  να εμφανίζεται, να μου ζητάει, να μου επιτίθεται, έρχεται, δίνει)



Τίτου Πατρίκιου, Η πόρτα
«Η ποίηση αναζητάει την αλήθεια. Ο Πλάτων είχε πει: «λέει ψέματα, αλλά τα λέει τόσο ωραία, που είναι σαν αλήθειες». Οι ποιητές λένε ψέματα, η ποίηση δεν λέει. Ένα ποίημα που λέει ψέματα είναι κακό ποίημα, οπότε δεν έχει καμιά επίδραση, χάνεται. Ένα ποίημα που επιβιώνει είναι ένα ποίημα που λέει μια αλήθεια.»                                                                              Τίτος Πατρίκιος
Ο ποιητής εξηγούσε τους μυστικούς συμβολισμούς
τη διαλεχτική του ποιήματός του.
Η πόρτα, έλεγε, είναι το μυστήριο της επικοινωνίας
του μέσα με το έξω, μιας επικοινωνίας που
εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται,                                                5
αναιρείται, υποτροπιάζει, τελικά επέρχεται,
γι' αυτό κι η πόρτα είναι μια πόρτα
που αναλώνει την πόρτα
που υπερβαίνει την ανάγκη της πόρτας
και μέσα από την αυτοκαταργημένη πόρτα                                                   10
μπορεί κανείς να βυθομετράει, να βυθράει
να βεθλάει, να βουθλουβάει…
Γύρω οι θαυμαστές νιώθανε μια βαθιά δροσιά
καθώς τους ψέκαζαν τα σάλια.
Από τη συλλογή Μαθητεία 1952-1962 (1963)
[πηγή: Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα, ΙΙΙ. 1959-1973, Κέδρος, Αθήνα 1998, σ. 62]


Ερώτημα
Ποιο είναι το ερώτημα που, κατά τη γνώμη σας, θέτει το ποίημα του Τίτου Πατρίκιου; Πώς το σχολιάζει ο ποιητής; Ποια είναι η δική σας απάντηση; (150-200 λέξεις)
Προτεινόμενη απάντηση
Στο ποίημά του ο Τίτος Πατρίκιος παρωδεί τη διαδικασία ερμηνείας ενός ποιήματος από τον δημιουργό του υπαινισσόμενος ότι η ποίηση δεν είναι αυτοσκοπός ούτε μέσο εντυπωσιασμού ή επίδειξης. Με εντονότατα ειρωνικό τόνο παραθέτει έξι διαδοχικά ρήματα σε ασύνδετο σχήμα (στ.5-6) για να περιγράψει τη λειτουργία της επικοινωνίας (κατά τον ποιητή που μνημονεύει), όλα σύνθετα και αταίριαστα στο περιβάλλον που χρησιμοποιούνται (εννοείται μεταφορικά). Συνεχίζει με την αναφορά στην πόρτα – σύμβολο που προκαλεί παράδοξες ενέργειες, που αποδίδονται με  νεολογισμούς [με παρηχήσεις γραμμάτων (στ. 11-12)]. Πάλι το ασύνδετο σχήμα και τα αποσιωπητικά αφήνουν την ειρωνεία να εκδηλωθεί ανοιχτά. Ο ποιητής κλείνει τη διακωμώδηση σχολιάζοντας επικριτικά το κοινό του ποιητή: Οι θαυμαστές απολαμβάνουν τη δροσιά από τα σάλια του ποιητή. Η ειρωνεία και το απολύτως αποδοκιμαστικό ύφος του Πατρίκιου υπαγορεύονται από τη στάση του ποιητή απέναντι στον ρόλο της ποίησης. Ο ρόλος αυτός είναι κοινωνικός και βαθιά πολιτικός. Ο ίδιος άλλωστε ήταν ένας ποιητής στρατευμένος με πολιτικές αρχές κι αίσθηση του κοινωνικού του καθήκοντος. Κατά τη γνώμη μου η τέχνη δεν μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα από το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργείται. Η φωνή της πρέπει να ακούγεται για να προβληματίζει, να κινητοποιεί, να μεταφέρει τον παλμό και τις ανησυχίες της εποχής της, να λειτουργεί ως αναμεταδότης των κοινωνικών αδιεξόδων αλλά και των προσωπικών διλημμάτων. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή την καταδικάζει σε γελοιοποίηση.
                                                                                                                     [Λέξεις: 219]
Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Μεταφορές και κυρίως προσωποποιήσεις (στ. 3-4, 4-6, 7-9, 14) που αισθητοποιούν την προσπάθεια ερμηνείας της ποίησης εντείνοντας την ειρωνεία
·       Χρήση πλαγίου λόγου στους στ. 3-12 (με την παρεμβολή του λεκτικού ρήματος έλεγε) με τον οποίο δηλώνεται η στάση του ποιητή και η επικριτική του διάθεση.
·       Επανάληψη της λέξης πόρτα που αποτελεί το βασικό σύμβολο της ποίησης που σχολιάζεται, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να απομυθοποιείται και να μετατρέπεται σε παρωδία
·       Αποσιωπητικά στον στ. 12 ως μικρή παύση που αφήνει τον αναγνώστη να κάνει τις δικές του σκέψεις ή ακόμη και συνειρμούς
·       Οι εγκλίσεις εναλλάσσονται με την οριστική να δηλώνει την απόλυτη - για το περιεχόμενό της - βεβαιότητα του ποιητή που ερμηνεύει την ποίηση (εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται,αναιρείται, υποτροπιάζει, επέρχεται, αναλώνει, υπερβαίνει) και την υποτακτική (μπορεί κανείς να βυθομετράει,να βυθράει, να βεθλάει, να βουθλουβάει) πάλι από τον ποιητή να δηλώνει την παραχώρηση άδειας για να γίνει κάτι
·       Οι χρόνοι που χρησιμοποιούνται είναι ο παρατατικός στην αφήγηση του Πατρίκιου και ο ενεστώτας για τον πρωταγωνιστή – ποιητή και οι δύο χρόνοι που δηλώνουν διάρκεια, αλλά με διαφορετικό στόχο. Ο πρώτος για λόγους αφηγηματικούς, ο δεύτερος για να να εξασφαλίσει διαχρονικότητα.
·       Τέλος, το ποίημα αναφέρεται στη διαδικασία της ποιητικής παραγωγής, δηλ. είναι αυτοαναφορικό, αλλά με τη μορφή παρωδίας, αφού οι δύο ποιητές δε συμπλέουν.




Roberto Vecchioni, Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα
Ένας βιβλιοπώλης ανοίγει ένα βιβλιοπωλείο όχι για να πουλάει τα βιβλία του, αλλά για να τα διαβάζει στους άλλους. Πολλοί ντόπιοι δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι τον ξένο και τον αποκαλούν δαίμονα. Το παράξενο παραμύθι που στήνει ο Roberto Vecchioni είναι μια σύγχρονη παραβολή για τη διαφορετικότητα και για τη δύναμη της δίψας για μάθηση ενάντια στην άγνοια.          
                                                                    (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Η μητέρα πέθανε λίγα χρόνια μετά τα γεγονότα. Ήδη όμως, πολύ καιρό πριν, τα αντικείμενα στον Σελινούντα είχανε πάψει ν’ αντιστοιχούν στις λέξεις που τα όριζαν. Το ίδιο απόγευμα που πήραμε τον ανηφορικό δρόμο της επιστροφής απ’ τη θάλασσα για τη Μανούτζα αντικρίζαμε πράγματα που δεν ξέραμε να πούμε με τ’ όνομά τους.
Τα χειρότερα ήρθαν αργότερα‧ έλειψαν αναμεταξύ μας οι διάλογοι και οι συνεννοήσεις, αυτό όμως που πραγματικά μας στοίχισε ήταν η αδυναμία μας να εξωτερικεύουμε τα συναισθήματά μας‧ όσο κι αν φώλιαζαν μέσα μας απόλυτα ξεκάθαρα, σαν έφτανε η ώρα να τα εκδηλώσουμε, αφήναμε κάτι ξέπνοο.
Ήταν ένα αληθινό μαρτύριο. Στη συνεννόηση επιστρατεύαμε χειρονομίες μίμησης, πάλι όμως δεν καταφέρναμε να πούμε τα πάντα. Για την περίσταση, λοιπόν, επινοήσαμε εμείς οι ίδιοι μια γλώσσα καινούργια, αν και λειψή.
[...] Μου είναι αδιανόητο το πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε δίχως να καταλαβαινόμαστε. Αν κι έχουμε απομακρυνθεί πια από την κατάσταση ανάγκης, υιοθετώντας κανόνες συνεννόησης αρκετά δουλεμένους, στην αρχή το όλο ζήτημα μας γονάτισε, στερώντας μας οριστικά τα χαμόγελα, το κλάμα, την οργή και την ευγένεια.
Όταν έχασα τη μητέρα μου, κανείς δεν ήταν σε θέση να κλάψει και να προσευχηθεί γι’ αυτήν, πέρα από μένα.
Χάσαμε την αίσθηση του ιστορικού μας παρελθόντος. Πάψαμε ν’ αντιλαμβανόμαστε τους δεσμούς μας με τις εκκλησίες, τα αγάλματα και τα ιερά. Οι ξεναγοί αναρωτήθηκαν μια ωραία πρωία σαν ποιοι να’ τανε ο Ηρακλής, ο Ζευς και η Αθηνά. Γυρόφερναν εκεί μες στα ερείπια, μα πέρα απ’ τη γραφικότητά τους δεν μπορούσαν να εννοήσουν ούτε την αξία ούτε τη σημασία τους. Το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης μάς παρουσιάζει την ιστορία ενός βασιλείου καταδικασμένου για χρόνια στη λήθη. Οι φύλακες είναι γερμένοι στις πύλες, οι πολεμιστές παραδομένοι σε ύπνο βαθύ κι ο βασιλιάς τους ροχαλίζει αποκοιμισμένος στο θρόνο. Το κίνητρο όμως σ’ αυτούς φαίνεται ικανό να τους αφυπνίσει. Όταν πια συνέρχονται, είναι σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα, όπως και στο Μυστικό θαύμα του Μπόρχες. Πόσο τρομερό είναι να σταματάς τον χρόνο, που στο κατόπι του τρέχουν οι μέρες και οι ώρες, για να γράψεις ένα δράμα, να δημιουργήσεις χρόνο έξω απ’ τον χρόνο και να πεθάνεις στο απόσπασμα, μόνο αφότου το έχεις ολοκληρώσει;
Σ’ εμάς τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Εδώ δεν είναι το κοιμισμένο βασίλειο,  είναι ένα χωριό, ζωντανό μεν, αλλά χωρίς μνήμη και χωρίς ελπίδες να επανέλθει.
                          (Roberto Vecchioni, Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα, Κριτική, 2019)
                                                        
Ερώτημα
Ποιο θεωρείτε ότι είναι το βασικό θέμα που θίγεται στο κείμενο; Αφού το εντοπίσετε, στηρίξτε την άποψή σας με τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. Συμφωνείτε με την άποψη που διατυπώνει ο συγγραφέας μέσω του ήρωά του; (150-200 λέξεις)
Προτεινόμενη απάντηση
Ο συγγραφέας μιλάει για την απώλεια της ιστορικής μνήμης και τις συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν. Ο πρωτοπρόσωπος και δραματοποιημένος αφηγητής περιγράφει με πικρία τις συνέπειες αυτής της κατάστασης: οι λέξεις χάνουν το όνομά τους, τα συναισθήματα μένουν ανεκδήλωτα, όπως δηλώνεται με μια εύστοχη  μεταφορά (όσο κι αν φώλιαζαν... αφήναμε κάτι ξέπνοο), δημιουργείται μια νέα αλλά λειψή γλώσσα που αδυνατεί να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες επικοινωνίας και κυρίως αδυνατεί να μεταδώσει πάθη και συναισθήματα (το δηλώνει η μεταφορά: το όλο ζήτημα μας γονάτισε... την ευγένεια). Ο αφηγητής το βιώνει ως αληθινό μαρτύριο , μια και συνέπεσε και με την απώλεια της μητέρας του, την οποία πένθησε μόνον ο ίδιος. Αυτό όμως που θλίβει περισσότερο τον αφηγητή είναι η αποσύνδεση από το ιστορικό παρελθόν που περιγράφεται παραστατικά σε αναλογία με το παραμύθι της Ωραίας Κοιμωμένης. Ωστόσο εκεί ένα κίνητρο αφυπνίζει τους πάντες και συνεχίζει τον χρόνο από το σημείο που σταμάτησε. Ο συγγραφέας θέτει ένα ρητορικό ερώτημα για να δείξει τη διαφορά και να καταλήξει αντιθετικά σε μια θλιβερή διαπίστωση για τον δικό του τόπο. Πράγματι η απουσία ιστορικής μνήμης αποτελεί πλήγμα στην ταυτότητα ενός λαού. Η αποσύνδεση από το ιστορικό παρελθόν συνιστά μία κατάσταση λήθης που επηρεάζει την ανθρώπινη καθημερινότητα με τρόπο καταλυτικό.  Γι’ αυτό επιβάλλεται η διαρκής αναφορά σε ο,τιδήποτε μας συνδέει με το ιστορικό παρελθόν μας.
                                                                                                                      [Λέξεις 218]
Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Η αφήγηση που αναφέρεται στα περιστατικά πριν από τον θάνατο της μητέρας του ήρωα συνιστά αναδρομή που βοηθά στην κατανόηση όσων μας αφηγείται μέχρι το σημείο που επανέρχεται στο πικρό αυτό συμβάν (Ήδη όμως, πολύ καιρό πριν ... την οργή και την ευγένεια)
·       Κυριαρχία του α΄ πληθυντικού προσώπου (πήραμε, αντικρίζαμε, ξέραμε, επινοήσαμε...) που δηλώνει καθολικότητα αλλά προδίδει και βιωματικότητα, ιδιότητα που εξασφαλίζει αξιοπιστία
·       Οι χρόνοι που χρησιμοποιούνται είναι παρελθοντικοί με κυρίαρχο τον αόριστο (πέθανε, έλειψαν, στοίχισε, επινοήσαμε, χάσαμε...) λόγω του τετελεσμένου των γεγονότων, αλλά υπάρχει και παρατατικός (αντικρίζαμε, φώλιαζαν, επιστρατεύαμε...) που δηλώνει διάρκεια στο παρελθόν για τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι συμπολίτες του να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες
·       Εικόνες οπτικοκινητικές και ακουστικές (Το ίδιο απόγευμα που πήραμε τον ανηφορικό ... να πούμε με τ’ όνομά τους, επιστρατεύαμε χειρονομίες μίμησης, Γυρόφερναν εκεί μες στα ερείπια ... την αξία ούτε τη σημασία τους, Οι φύλακες είναι γερμένοι στις πύλες ...  αποκοιμισμένος στο θρόνο) που αισθητοποιούν την κεντρική ιδέα του κειμένου
·       Στην αφήγηση παρεμβάλλονται σχόλια από τον αφηγητή για την κατάσταση που περιγράφει (Τα χειρότερα ήρθαν αργότερα, αυτό όμως που πραγματικά μας στοίχισε, Ήταν ένα αληθινό μαρτύριο, Μου είναι αδιανόητο..., το όλο ζήτημα μας γονάτισε, Πόσο τρομερό είναι, Σ’ εμάς τα πράγματα δεν έχουν έτσι) τα οποία δηλώνουν την προσωπική του θέση




Ρομπέρτο Σαβιάνο, Το αντίθετο του θανάτου
Ο συγγραφέας περιγράφει σκηνές από την αθέατη ζωή της Νάπολης‧ η Νότια Ιταλία είναι βαθιά διχασμένη, ένας ακήρυκτος πόλεμος μαίνεται. Για να γλιτώσουν από τη φτώχεια, οι άνθρωποι γίνονται μισθοφόροι ή καταφεύγουν στην Καμόρρα. Ο αρραβωνιαστικός της δεκαοκτάχρονης Μαρίας φεύγει από ένα χωριό της Νάπολης, γίνεται «μισθοφόρος» και βρίσκει τον θάνατο στο Αφγανιστάν.                                                                            
                                                                                                 (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Επιστροφή από την Καμπούλ
            Η Μαρία κλείνει τα μάτια και προσπαθεί να φανταστεί το Αφγανιστάν: «Ένα μέρος με πολλή άμμο‧ γεμάτο χιονισμένα βουνά. Άμμος και χιόνι. Κι όμως η άμμος και το χιόνι δεν εμφανίζονται ποτέ στο ίδιο όνειρο. Εγώ πάντως έβλεπα πάντα σκόνη, άμμο, υπαίθριες αγορές, που τις σάρωνε ο άνεμος, ένας άνεμος σαν εκείνον που φυσάει στις δικές μας παραλίες. Και, στο βάθος, το χιόνι στις κορυφές. Κι έπειτα ένα σωρό τουρμπάνια και γενειάδες. Ρούχα κάτω από τα οποία το σώμα εξαφανίζεται‧ παρ’ όλα αυτά τα βρίσκω μάλλον όμορφα. Ό,τι πρέπει όταν δεν θέλεις να γίνεις ορατός, όταν θέλεις να φαίνεσαι φτιαγμένος ολόκληρος από ύφασμα. Κάπου κάπου θα ήθελα να μπορώ να τα φοράω εδώ, όταν νιώθω το βλέμμα των άλλων καρφωμένο στο πρόσωπό μου. Όταν χαμογελάω, χαμογελάω υπερβολικά, σαν να τον έχω κιόλας ξεχάσει, κι όταν τα μάτια μου έχουν πρηστεί από τα δάκρυα όλοι μου ψιθυρίζουν να σταματήσω, ότι δεν θα τον φέρουν πίσω οι κλάψες. Όταν μένω απαθής, αποφαίνονται: έχει τρελαθεί από τη θλίψη. Και τότε θα ήθελα να καλυφθώ με μια από εκείνες τις μπούρκες, μ’ ένα από εκείνα τα σκουρογάλαζα μαντίλια».
            Η Μαρία κυριεύεται από τις εικόνες που της πέρασαν από το μυαλό όλες εκείνες τις ημέρες και μου τις περιγράφει. Πρώτη φορά κάνει κάτι τέτοιο μπροστά σε ξένο. Ίσως όμως να είμαι εγώ που νιώθω ξένος: με είδε στην κηδεία, ίσως μάλιστα να με θυμάται από τότε που ερχόμουν εδώ και έπαιζα μπάλα ή στο γυμναστήριο, όπου έκανα προπόνηση στην πυγμαχία χτυπώντας έναν σάκο. Όταν μου μιλάει για έναν τόπο που δεν έχει δει ποτέ – το Αφγανιστάν -, μου φαίνεται σαν να έχει αφομοιώσει κάθε εικόνα που αναμεταδίδει η τηλεόραση, κάθε φωτογραφία που δημοσιεύεται στις εφημερίδες. Λες και τα μάτια της είχαν εξασκηθεί για να αποτυπώνουν τα σκηνικά πίσω από τους ανταποκριτές της τηλεόρασης στην Καμπούλ ή στα φωτογραφικά ρεπορτάζ των εβδομαδιαίων γυναικείων περιοδικών.
            Κάθε μέρα η Μαρία μιλάει για το Αφγανιστάν: μιλάει συχνότερα για το Αφγανιστάν παρά για το χωριό της: βρίσκει διαρκώς μπροστά της το Αφγανιστάν, ένα παράξενο όνομα, δυσπρόφερτο στη ναπολιτάνικη διάλεκτο – Αφανιστάν, Αφρανιστάν, Αφγκά‧ που επιπλέον δεν θυμίζει ούτε τον Μπιν Λάντεν ούτε τους Ταλιμπάν, αλλά το afgano, το καλύτερο χασίσι, που κυκλοφορούσε σε μορφή μικρών ράβδων, σαν κάρβουνο, και το οποίο αποθήκευαν στα συνεργεία αυτοκινήτων. Για χρόνια το «αφγκάνο» χρησίμευε για δόλωμα: προσέλκυε πελάτες για τους εμπόρους της γειτονιάς.
            Το Αφγανιστάν έχει γίνει η έμμονη ιδέα της Μαρίας. Μια έμμονη ιδέα που δεν επέλεξε. Μια νεύρωση που βρισκόταν μέσα της, όπως ένα ολέθριο πεπρωμένο. Οι κοντινοί της άνθρωποι δεν ξεστομίζουν ποτέ τίποτα που να της θυμίσει, έστω και αόριστα, το Αφγανιστάν. Αλλά εκείνο, μόνο και μόνο επειδή υπάρχει, υποδαυλίζει τον πόνο της και αναμοχλεύει την αιτία για την οποία η Μαρία το σκέφτεται‧ δεν την αφήνει να το ξεχάσει ούτε μια στιγμή. Στην αρχή η διακριτικότητα των άλλων την ενοχλούσε, όπως κάποιος που κρατάει, με υπερβολική φιλοφροσύνη, την πόρτα για να περάσει μια γυναίκα, ή που ζητάει συγγνώμη επειδή ξεστόμισε κάτι άπρεπο για τα γυναικεία αυτιά‧όπως οι ψεύτικοι τρόποι που υπογραμμίζουν το τακτ και την αβρότητα ενός πλανευτή.
(Ρομπέρτο Σαβιάνο, Το αντίθετο του θανάτου, Πατάκης, 2009)

Ερώτημα
Στο παραπάνω απόσπασμα του βιβλίου του Το αντίθετο του θανάτου ο Σαβιάνο αναφέρεται στον πόλεμο και τον αντίκτυπό του σε αυτούς που μένουν πίσω. Πώς επηρεάζεται ψυχολογικά η ηρωίδα από αυτόν; Περιγράψτε την κατάστασή της με τη βοήθεια κειμενικών δεικτών. Συμφωνείτε ότι ο πόλεμος επηρεάζει καταλυτικά ακόμη και αυτούς που δεν εμπλέκονται άμεσα; (150-200 λέξεις)
Προτεινόμενη απάντηση
Ο συγγραφέας - αφηγητής του αποσπάσματος καταγράφει με εξαιρετικές λεπτομέρειες τον τρόπο με τον οποίο η ηρωίδα του επηρεάζεται ψυχολογικά μετά την απώλεια του συζύγου της στον πόλεμο του Αφγανιστάν. Στην αρχή τής δίνει τον λόγο κι εκείνη, αφού περιγράψει σε α΄πρόσωπο πώς φαντάζεται το μακρινό Αφγανιστάν, σκέφτεται πιθανούς τρόπους για να προστατέψει τον εαυτό της από τα σχόλια των άλλων: σα να εξορκίζει το κακό σκέφτεται την μπούρκα ως κάλυμμα που θα της επιτρέπει να εκδηλώνει ελεύθερα ό,τι συναίσθημα θέλει (χαρά, λύπη, απάθεια) χωρίς να υφίσταται κριτική. ΄Επειτα ο αφηγητής περιγράφει πώς η ηρωίδα έχει κάνει το Αφγανιστάν κομμάτι της καθημερινότητάς της και της ζωής της όπως το χωριό της. Έχει εξοικειωθεί τόσο πολύ με την άγνωστη αυτή χώρα που παραφράζει το δυσπρόφερτο όνομά της (χαρακτηριστικό εδώ το λογοπαίγνιο – Αφανιστάν, Αφρανιστάν, Αφγκά) για να της θυμίζει  συνειρμικά κάτι οικείο, το afgano, το ναπολιτάνικο χασίς. Η ηρωίδα εξοικειώνεται, λοιπόν, με τον πόλεμο ξεκινώντας αρχικά με ένα φανταστικό κατασκεύασμα, στη συνέχεια μέσα από τις εικόνες των ΜΜΕ, έπειτα παραλλάσσοντας το όνομα της χώρας ώστε να της θυμίζει κάτι οικείο και τέλος μετατρέποντάς το σε εμμονή που την απασχολεί σε μόνιμη βάση. Δυστυχώς τα θύματα του πολέμου δεν περιορίζονται μόνο σε αυτούς που συμμετέχουν ενεργά σε αυτόν, αλλά περιλαμβάνουν και το περιβάλλον τους που πλήττεται σε κάθε επίπεδο από την απώλειά τους.
                                                                                                                     [Λέξεις: 218]
Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Μονόλογος – ονειροπόληση: η ηρωίδα φαντάζεται και περιγράφει το αντικείμενο της φαντασίας της σε α΄ πρόσωπο (Ένα μέρος με πολλή άμμο‧ ... ένα σωρό τουρμπάνια και γενειάδες) παρεμβάλλοντας και τα σχόλια της ( Όταν χαμογελάω, ... δεν θα τον φέρουν πίσω οι κλάψες. Όταν μένω απαθής, ... από τη θλίψη. Και τότε θα ήθελα ... τα σκουρογάλαζα μαντίλια). Έτσι αποκτούμε μια εικόνα για τις σκέψεις και τα συναισθήματα της πρωταγωνίστριας
·       Κυρίαρχη η τριτοπρόσωπη αφήγηση με παντογνώστη αφηγητή που καταγράφει την εξωτερική και εσωτερική δράση με σχετική (παρεμβάλλονται και σχόλια) αντικειμενικότητα, αφού η εστίασή του είναι μηδενική
·       Εικόνες που προσδίδουν στο κείμενο παραστατικότητα και θεατρικότητα: Ένα μέρος με πολλή άμμο‧ ... ένα σωρό τουρμπάνια και γενειάδες, με είδε στην κηδεία, ... στην πυγμαχία χτυπώντας έναν σάκο, ... τα σκηνικά πίσω από τους ανταποκριτές ... των εβδομαδιαίων γυναικείων περιοδικών, ... αλλά το afgano, το καλύτερο χασίσι, ... στα συνεργεία αυτοκινήτων
·       Ελεύθερος πλάγιος λόγος (Πρώτη φορά κάνει κάτι τέτοιο μπροστά σε ξένο, Λες και τα μάτια της είχαν εξασκηθεί για να αποτυπώνουν ... , μου φαίνεται σαν να έχει αφομοιώσει ... δημοσιεύεται στις εφημερίδες ..., μιλάει συχνότερα για το Αφγανιστάν παρά για το χωριό της,   Το Αφγανιστάν έχει γίνει η έμμονη ιδέα ... να το ξεχάσει ούτε μια στιγμή, Στην αρχή η διακριτικότητα των άλλων την ενοχλούσε) με τον οποίο ο αφηγητής αποδίδει τις σκέψεις και τις αντιδράσεις της ηρωίδας
·       Σχόλια ( Ίσως όμως να είμαι εγώ που νιώθω ξένος,... που επιπλέον δεν θυμίζει ούτε τον Μπιν Λάντεν ούτε τους Ταλιμπάν, αλλά το afgano, το καλύτερο χασίσι,... όπως κάποιος που κρατάει, με υπερβολική φιλοφροσύνη, την πόρτα για να περάσει μια γυναίκα, ή που ζητάει συγγνώμη επειδή ξεστόμισε κάτι άπρεπο για τα γυναικεία αυτιά‧όπως οι ψεύτικοι τρόποι που υπογραμμίζουν το τακτ και την αβρότητα ενός πλανευτή) του αφηγητή με τα οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει και να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της ηρωίδας
·       Συνειρμός – παρέκβαση (... βρίσκει διαρκώς μπροστά της το Αφγανιστάν, ένα παράξενο όνομα, δυσπρόφερτο στη ναπολιτάνικη διάλεκτο ... το afgano, το καλύτερο χασίσι, που κυκλοφορούσε σε μορφή μικρών ράβδων, σαν κάρβουνο, ... το «αφγκάνο» χρησίμευε για δόλωμα ...  τους εμπόρους της γειτονιάς) που δίνει την ευκαιρία στον αφηγητή να αναφερθεί και σε δραστηριότητες της Ναπολιτάνικης κοινωνίας προσφέροντας ένα μικρό διάλειμμα στον αναγνώστη του κειμένου
·       Ο ενεστώτας είναι ο κυρίαρχος χρόνος του κειμένου που του εξασφαλίζει παραστατικότητα και ζωντάνια (κλείνει τα μάτια και προσπαθεί να φανταστεί ..., Η Μαρία κυριεύεται ...,)  αλλά ταυτόχρονα δηλώνει διάρκεια και επαναληπτικότητα (Όταν χαμογελάω, χαμογελάω υπερβολικά, Όταν μένω απαθής, αποφαίνονται..., Όταν μου μιλάει..., Κάθε μέρα η Μαρία μιλάει..., βρίσκει διαρκώς μπροστά της..., ... κάποιος που κρατάει ... ζητάει συγγνώμη ...)




 Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Ελευθερία έκφρασης
Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη ρωσική ποίηση των χρόνων της Επανάστασης αλλά επεκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα τεχνών και αντιλήψεων. Θεωρείται ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής εκείνης της περιόδου, ενώ έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα.
Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον                                   5
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-                                                     10
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα                                                   15
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα
                                                                (Μαγιακόφσκι Ποιήματα, Κοροντζής, 2012)

Ερώτημα
Ο Μαγιακόφσκι καταγγέλλει τον πολιτικό αυταρχισμό και την πολιτική τρομοκρατία. Τεκμηριώστε αυτή τη θέση εντοπίζοντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. Βρίσκετε ομοιότητες με τη σύγχρονη εποχή; (150-200 λέξεις)

Προτεινόμενη απάντηση
Το ποίημα του Μαγιακόφσκι έχει τη μορφή αφήγησης με αρχή, μέση και τέλος που ορίζονται μέσα σε ορισμένο χρονικό πλαίσιο. Με τρεις διαφορετικές εικόνες περιγράφεται η πολιτική βία που ασκείται αυθαίρετα και καταστέλλει κάθε διάθεση αντίδρασης. Οι δύο πρώτες εικόνες τοποθετούνται τις νυχτερινές ώρες: στην αρχή πρόκειται για ένα απλό λουλούδι, κλοπή αμελητέα (στ.2) που δεν προκαλεί καμιά αντίδραση. Την επόμενη νύχτα οι «ληστές» δε λαμβάνουν καμία προφύλαξη και ποδοπατώντας τα λουλούδια σκοτώνουν το σκυλί (στ. 5-7). Οι περιγραφόμενες κινήσεις κλιμακώνονται στην τελευταία σκηνή: υπό το φως του ήλιου πλέον (την πιο διάφανη απ΄όλες τις μέρες) οι «ληστές» αρπάζουν με άνεση μέσα από το σπίτι το φεγγάρι (ό,τι πιο πολύτιμο) εκμεταλλευόμενοι τον φόβο των ιδιοκτητών. Η σιωπή και η έλλειψη αντίδρασης οριστικοποιούνται πλέον ως στάση μετά την τρίτη και τελευταία πράξη του δράματος. Ο ποιητής αποδίδει με θεατρικό τρόπο τις συμπεριφορές εξουσιαστή κι εξουσιαζόμενου παρουσιάζοντας την πρώτη να κλιμακώνεται ανοδικά - όπως ταιριάζει στην εξουσία που θέλει να επιβάλλεται – και τη δεύτερη να παραμένει σταθερά η ίδια. Το θράσος της εξουσίας αντιδιαστέλλεται προς τη σιωπή και την παθητικότητα αυτών που τη δέχονται. Η ανωνυμία εξασφαλίζει καθολικό χαρακτήρα στα όσα περιγράφονται. Πράγματι η εξουσία προκειμένου να επιβληθεί χρησιμοποιεί ύπουλες μεθόδους για να εξασφαλίσει τη συναίνεση του λαού, ακόμη και σε συνθήκες δημοκρατίας. Η σιωπή ενισχύει την αυθαιρεσία και τον λαϊκισμό.
                                                                                                                    [Λέξεις: 219]

Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Ο τίτλος είναι εξαιρετικά κατατοπιστικός για την ερμηνεία του ποιήματος, αν και με την πρώτη ανάγνωση δεν εντοπίζεται καμία νοηματική συνάφεια. Ωστόσο, λειτουργεί καταλυτικά ως κειμενικός δείκτης
·       Το λεξιλόγιο απλό και λιτό αξιοποιεί την απλή καθημερινή γλώσσα, χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς να αποπροσανατολίζουν από το κεντρικό μήνυμα του ποιήματος (με μόνη εξαίρεση το επίθετο διάφανη που χρησιμοποιείται σκόπιμα για να δηλωθεί αντίθεση)
·       Οι εικόνες βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους: νύχτα – μέρα, πλησιάζουνε – δεν κρύβονται – μπαίνουν άνετα, κλέβουν – περπατούνε, ένα λουλούδι – λουλούδια και ενισχύονται στην τελευταία σκηνή με τη μεταφορά του στ. 12 και την προσωποποίηση του στ. 14
·       Χρήση του γ΄ πληθυντικού προσώπου (πλησιάζουνε, κλέβουν, κρύβονται, μπαίνουν, ληστεύουν, ξέρουνε) με το οποίο δηλώνεται ο φορέας εξουσίας και του α΄ πληθυντικού (δε λέμε, κήπο μας, σκυλί μας, σπίτι μας, φεγγάρι μας, φόβο μας, λαιμό μας, πούμε, είπαμε) για τους πολλούς στους οποίους ασκείται με αυταρχικό τρόπο αυτή η εξουσία (τα δύο πρόσωπα βρίσκονται σε αντιπαράθεση)
·       Χρήση ουσιαστικών - συμβόλων όπως ο κήπος, το σπίτι, τα λουλούδια και κυρίως το φεγγάρι που μαζί με τα ρήματα που τα συνοδεύουν, περιγράφουν την σταδιακή στέρηση της ελευθερίας έκφρασης
·       Επανάληψη: δε λέμε τίποτα ( στους στ. 4 και 8), σε χρόνο ενεστώτα για να δηλώσει τη σταθερότητα και την επαναληπτικότητα αυτής της συμπεριφοράς, που μετατρέπεται σε αόριστο στον στ. 15 (δεν είπαμε τίποτα) για να δηλωθεί το πραγματικό στο παρελθόν και καταλήγει σε  δε μπορούμε να πούμε τίποτα που περιγράφει το απολύτως βέβαιο, οριστικό και αμετάκλητο στο μέλλον




Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο ηλίθιος
Στον Ηλίθιο (1868) ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει την ιστορία του επιληπτικού πρίγκιπα Μίσκιν, ο οποίος ύστερα από μακροχρόνια παραμονή και θεραπεία στην Ελβετία, επιστρέφει στην Πετρούπολη. Η αθωότητά του τον φέρνει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ειδικά από την στιγμή που κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία. Για τους άνδρες των κοσμικών κύκλων είναι ένας ηλίθιος, για τις γυναίκες αποτελεί πόλο ερωτικής έλξης.
— Ξέρετε κάτι; —έκανε  ζωηρά ο πρίγκιπας: —Και σεις επίσης το προσέξατε κι όλοι αυτό ακριβώς λένε, αυτό που είπατε εσείς, και τη μηχανή, τη γκιλοτίνα, γι΄αυτό τη σοφιστήκανε. Εμένα όμως, τότε ακόμα που το΄βλεπα, μου πέρασε μία σκέψη: Κι αν αυτό ίσα-ίσα είναι το χειρότερο; Σας φαίνεται γελοίο, σας φαίνεται παράλογο, μα αν κάνει κανείς μερικούς συλλογισμούς μπορεί να του καρφωθεί ακόμα και η σκέψη που σας είπα. Σκεφτείτε: ας πάρουμε λόγου χάρη τα βασανιστήρια: στην περίπτωση αυτή έχουμε το μαρτύριο, τις πληγές, το σωματικό πόνο και κατά συνέπεια όλ΄αυτά αποσπούν την προσοχή απ΄το ψυχικό μαρτύριο, έτσι που βασανίζεσαι μονάχα απ΄τις πληγές σου, μέχρι τη στιγμή που πεθαίνεις. Όμως ο κυριότερος, ο πιο δυνατός πόνος, ίσως να μην είναι ο πόνος απ΄τις πληγές‧ ο μεγαλύτερος πόνος μπορεί να ΄ναι το ότι ξέρεις πως στα σίγουρα, πως να, σε μια ώρα, ύστερα σε δέκα λεπτά, ύστερα σε μισό λεπτό, ύστερα τώρα, αμέσως  - η ψυχή θα πετάξει απ΄το κορμί σου και θα πάψεις πια να 'σαι άνθρωπος και πως όλ' αυτά είναι σίγουρα, το κυριότερο  είναι  πουόλα αυτά  θα γίνουν στα σίγουρα. Σαν βάζεις το κεφάλι σου κάτω απ΄το μαχαίρι και τ΄ακούς να γλιστράει πάνω απ΄το κεφάλι σου – αυτό ίσα-ισα το τέταρτο του δευτερολέπτου είναι το πιο φοβερό. Το ξέρετε τάχα πως αυτό δεν είναι δική μου φαντασία μα το ΄χουν πει και πολλοί άλλοι;
Εγώ, τόσο πολύ το πιστεύω, που θα σας πω ανοιχτά τη γνώμη μου. Το να σκοτώνει κανείς ένα δολοφόνο η τιμωρία είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη απ΄το ίδιο το έγκλημα. Η θανάτωση ύστερ΄από καταδίκη είναι δυσανάλογα φριχτότερη απ΄το φόνο που διέπραξε ο ληστής. Εκείνον που τον σκοτώνουν οι ληστές, τον σφάζουν τη νύχτα στο δάσος ή όπου αλλού κι εκείνος το δίχως άλλο ελπίζει ακόμα πως θα σωθεί, το ελπίζει ως την πιο τελευταία στιγμή. Υπήρξαν παραδείγματα που του ΄χαν κόψει κιόλας το λαρύγγι κι αυτός έλπιζε ακόμα, έτρεχε να σωθεί ή ικέτευε να τον αφήσουν.
Εδώ όμως όλη αυτή την τελευταία ελπίδα, που σαν την έχεις σού είναι δέκα φορές πιο εύκολο να πεθάνεις, σου την στερούν στα σίγουρα‧ εδώ υπάρχει καταδίκη, κι ο τρομερός πόνος βρίσκεται ίσα-ίσα στο γεγονός πως το ξέρεις ότι είναι των αδυνάτων αδύνατο να την αποφύγεις‧ μεγαλύτερο μαρτύριο απ΄αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο. Φέρτε και βάλτε ένα φαντάρο μπροστά σ΄ ένα κανόνι σε ώρα μάχης και ρίξτε του – αυτός όλο και θα ελπίζει ακόμα‧ μα αν του διαβάσετε αυτού του ίδιου του φαντάρου μια καταδίκη στα σίγουρα θα τον δείτε να τρελαθεί ή να βάλει τα κλάματα. Ποιος είπε πως η ανθρώπινη φύση μπορεί να το υποφέρει αυτό χωρίς να φτάσει στην τρέλα; Γιατί αυτή η ύβρις, η αισχρή, η άχρηστη, η άσκοπη ύβρις; Ίσως-ίσως να υπάρχει κάποιος άνθρωπος που του διαβάσανε την καταδίκη του, τον αφήσανε να υποφέρει το μαρτύριο κι ύστερα του είπανε: «Τράβα, σε συγχωρούμε». Ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε ίσως να μας τα ιστορήσει. Γι΄αυτό το μαρτύριο κι αυτή τη φρίκη μίλησε κι ο Χριστός‧ όχι, δεν έχουν το δικαίωμα να μεταχειρίζονται έτσι τον άνθρωπο!
                                                (Φίοντορ Ντοστογιέβσκη, Ο Ηλίθιος, Γκοβόστης, 2004)
Ερώτημα
Ποια είναι η γνώμη του κεντρικού ήρωα για τη θανατική ποινή; Τεκμηριώστε την άποψή σας με τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. Ποια είναι η προσωπική σας θέση; (150-200 λέξεις).

Προτεινόμενη απάντηση
Για τον κεντρικό ήρωα η θανατική ποινή αποτελεί ευτελισμό για τον άνθρωπο, γιατί του στερεί την ελπίδα. Η χρήση του β΄ προσώπου (βασανίζεσαι, ξέρεις, πάψεις, βάζεις, πεθάνεις)  που εξασφαλίζει αμεσότητα και ζωντάνεια, καθιστά σαφή αυτή τη θέση. Οι εικόνες που αποδίδονται με εξαιρετική θεατρικότητα (το μαχαίρι, οι ληστές, το δάσος, ο φαντάρος στη μάχη) - σα να δίνονται σκηνοθετικές οδηγίες - ενισχύουν ακόμη περισσότερο την πρόθεση του συγγραφέα. Το σχήμα της υπερβολής (σαν την έχεις ... να την αποφύγεις, μεγαλύτερο μαρτύριο ... στον κόσμο) περιγράφει με τρόπο απόλυτο τον οριστικό και αμετάκλητο χαρακτήρα της ποινής. Για να γίνει ακόμη πιο πειστικός ο συγγραφέας διά στόματος του ήρωά του διατυπώνει προτροπή σε εφαρμογή που θα επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του ( Φέρτε και βάλτε... ρίξτε... μα αν του διαβάσετε... θα τον δείτε...). Τα ρητορικά ερωτήματα που ακολουθούν σε αποφθεγματικό ύφος (Ποιος είπε...; Γιατί αυτή η ύβρις...;) και η εναλλαγή των εγκλίσεων που κυμαίνονται από την πιθανότητα μέχρι τη βεβαιότητα (Ίσως-ίσως να υπάρχει... θα μπορούσε... όχι, δεν έχουν το δικαίωμα) αποτελούν το επιστέγασμα της ανάλυσης. Η θανατική ποινή είναι πράγματι σκληρή και αμετάκλητη, στερείται παιδαγωγικού και σωφρονιστικού χαρακτήρα και συνιστά ύβρη απέναντι στην ανθρώπινη ζωή. Ως παραβίαση του φυσικού και απαράγραπτου δικαιώματος στη ζωή δεν μπορεί να γίνει ηθικά αποδεκτή. Ο σεβασμός προς τον άνθρωπο μας υπαγορεύει την πλήρη κατάργησή της.
                                                                                                                     [Λέξεις: 218]


·       Βασικός αφηγηματικός τρόπος ο μονόλογος χαρακτηριστικό του οποίου είναι η χωρίς συνοχή μετάβαση από το ένα στοιχείο στο άλλο, έτσι ώστε να αποδοθεί με αυθεντικό τρόπο η γρήγορη εναλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων του πρωταγωνιστή: « Και σεις επίσης το προσέξατε κι όλοι αυτό ακριβώς λένε ... Εμένα όμως, τότε ακόμα που το΄βλεπα, μου πέρασε μία σκέψη», «Σας φαίνεται γελοίο, σας φαίνεται παράλογο, ... και η σκέψη που σας είπα», «η ψυχή θα πετάξει ...πάψεις πια να 'σαι άνθρωπος και πως όλ' αυτά ... στα σίγουρα»
·       Την παραπάνω αίσθηση συμπληρώνει η διαρκής εναλλαγή ρηματικών προσώπων: Το α΄ενικό απευθύνεται στο β΄πληθυντικό (ξέρετε, προσέξατε, είπατε, σας φαίνεται, σκεφτείτε) που στη συνέχεια γίνεται β΄ ενικό (βασανίζεσαι, πεθαίνεις, ξέρεις, πάψεις, βάζεις, ακούς, κορμί σου, κεφάλι σου), έπειτα γ΄ ενικό (σκοτώνει, είναι, σωθεί, ελπίζει, έτρεχε, ικέτευε) για να επανέλθει στο β΄ ενικό και πληθυντικό (έχεις, πεθάνεις, σου την στερούν, αποφύγεις, φέρτε, βάλτε, ρίξτε, διαβάσετε) και να καταλήξει στο γ΄ ενικό ως γενικό συμπέρασμα των σκέψεών του
·       Μακροπερίοδος λόγος (μεγάλες προτάσεις συχνά ασύνδετες μεταξύ τους) που ενισχύει την αίσθηση του αυθόρμητου και παράλληλα είναι δηλωτικός της αγωνίας του αφηγητή
·       Χρήση αναλογίας για να αισθητοποιηθεί το βασικό μήνυμα από τον πρωταγωνιστή (Φέρτε και βάλτε ένα φαντάρο ... να βάλει τα κλάματα), αλλά και για να γίνει περισσότερο πειστικός.
·       Χρήση ιστορικού παραδείγματος που λειτουργεί και ως αυθεντία (Γι΄αυτό το μαρτύριο κι αυτή τη φρίκη μίλησε κι ο Χριστός) για να ενισχυθεί η πειστικότητα του λόγου
·       Ύφος παραστατικό, ζωντανό (χάρη στη χρήση των εικόνων και των περιγραφών), προτρεπτικό (καθώς παρακινεί στην υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης στάσης), αλλά και εξομολογητικό (καθώς μεταφέρει προσωπικές απόψεις)





Θοδόσης Πιερίδης «Κύπρος 1958»
Το ποίημα φαίνεται ότι επικεντρώνεται στην τραγική περίπτωση ενός κοριτσιού, της Ιωάννας Ζαχαριάδου από την Αμμόχωστο, η οποία έπεσε θύμα της βίας των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στις 3 Οκτωβρίου 1958.

Ήταν οχτώ χρονώ.

Είχε δυο άταχτα πλεξουδάκια
κι αμέτρητα χρόνια ακόμα να ζήσει.

Σκορπίστηκαν όλα, ανακατώθηκαν όλα με τις λάσπες του δρόμου.

Είπανε για μια σφαίρα αδέσποτη.                                                                              5

Γιατί τη λέξη δολοφονία δύσκολα την προφέρνουν οι δολοφόνοι.

Δύσκολα παραδέχονται πως μαζευτήκανε τόσοι άντρες σιδερόφρακτοι
για να σκοτώσουν ένα παιδάκι.
                               [Το χρυσό μονοπάτι, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις,1961]

Ερώτημα
Να διατυπώσετε το ερμηνευτικό σας σχόλιο για το ποίημα χρησιμοποιώντας κατάλληλους κειμενικούς δείκτες για την τεκμηρίωση της ερμηνείας σας. Συμφωνείτε με τη θέση του ποιητή;(150-200 λέξεις)
Προτεινόμενη απάντηση
Ο ποιητής περιγράφει τη βία του πολέμου μέσα από το τραγικό περιστατικό του θανάτου ενός μικρού κοριτσιού κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής στην Κύπρο. Ο πρώτος στίχος δηλώνει το νεαρό της ηλικίας του παιδιού για να αιφνιδιάσει συναισθηματικά τον αναγνώστη, ενώ στον δεύτερο στίχο δίνεται ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό του που με τη μεταφορική ανεμελιά του ( άταχτα πλεξουδάκια) ενισχύει τη συναισθηματική φόρτιση. Ο τρίτος στίχος συμπληρώνει με δραματικό τόνο τον πρώτο σαν κάτι να ξεκινάει και να μένει ανολοκλήρωτο, η παιδικότητα που δε γίνεται ποτέ ωριμότητα. Ο ποιητής τηρεί την ανωνυμία του θύματος εξασφαλίζοντας ένα είδος καθολικότητας. Ο θάνατος δεν στερείται προσώπου, αλλά θα μπορούσε να έχει το πρόσωπο οποιουδήποτε αδικοχαμένου παιδιού. Οι υπόλοιποι τέσσερις στίχοι συνιστούν την άμεση καταγγελία του ποιητή. Το γ΄ πληθυντικό πρόσωπο που έχει όνομα (στ.6: οι δολοφόνοι) είναι οι υπαίτιοι του φόνου. Ο ποιητής ονομάζει την πράξη, οι ίδιοι το αποφεύγουν, προτιμούν μια αδέσποτη σφαίρα (στ.5), ένα τυχαίο συμβάν χωρίς σημασία για να δικαιολογηθούν οι σιδερόφρακτοι άνδρες (η αντίθεση ανατριχιαστική). Το ποίημα – καταγγελία ανοίγει και κλείνει με το παιδί αποτίοντας φόρο τιμής. Συμφωνώ ότι η βία εκδηλώνει το απάνθρωπο πρόσωπό της στον θάνατο μικρών παιδιών και με θράσος που εξαντλείται σε φτηνά επιχειρήματα αυτοδικαιολογείται για να απαλλαγεί από την ευθύνη. Όμως ως άνθρωποι οφείλουμε τόσο να την καταγγέλλουμε όσο και να την καταδικάζουμε απερίφραστα.  
                                                                                                                     [Λέξεις: 220]
Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Ο τίτλος (στοιχείο περικειμένου) συνιστά χρονοτοπικό δείκτη απαραίτητο για την τοποθέτηση του ποιήματος σε ιστορικό πλαίσιο και την κατανόησή του
·       Οπτικοκινητικές εικόνες (στ. 2, 4, 7) που εξασφαλίζουν παραστατικότητα
·       Πολλαπλή αντίθεση (κορίτσι – άντρες, ένα – πολλοί, αθώο – δολοφόνοι, ανεμελιά – πρόθεση) που συμβάλλει στην κλιμάκωση των συναισθημάτων
·       Κυρίαρχη έγκλιση η οριστική που περιγράφει μια πραγματικότητα (μόνο στους στ. 3 και 8 υπάρχει υποτακτική που δηλώνει πρόθεση για διαφορετικά υποκείμενα), ενώ ο χρόνος είναι αόριστος στο πρώτο μέρος που αναφέρεται στο οκτάχρονο κορίτσι (αφού ανήκει πια στο παρελθόν) και αλλάζει σε ενεστώτα (προφέρνουν, παραδέχονται) στο δεύτερο μέρος για να διατυπωθεί μια κρίση αποφθεγματικού χαρακτήρα
·       Απλό και λιτό ύφος, χωρίς ιδιαίτερα σχήματα λόγου, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης, γιατί ο θάνατος πρέπει να περιγράφεται με «σκληρή» λιτότητα
·       Τέλος, η ανωνυμία χαρακτηρίζει και τους δολοφόνους που συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις εποχές





Tara Westover, Μορφωμένη
Η Τάρα Γουέστοβερ, συγγραφέας και πρωταγωνίστρια του βιβλίου, μεγάλωσε κοντά στη φύση υπακούοντας στους νόμους που θέσπισε ο πατέρας της, ένας φονταμενταλιστής Μορμόνος, πεπεισμένος ότι έρχεται το Τέλος του Κόσμου. Ωστόσο, ξεκινάει από το μηδέν, συγκεντρώνει τις απαραίτητες δυνάμεις και προετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, διασχίζει ωκεανούς και ηπείρους και αποφοιτά από το Κέμπριτζ. Στην πορεία της αυτή δοκιμάζονται κατ’ επανάληψη οι δεσμοί που τη συνδέουν με την οικογένειά της.

Μια εκπαίδευση
            Όταν ήμουν μικρή, περίμενα ν’ αναπτυχθεί το μυαλό μου, να συσσωρευτούν οι εμπειρίες μου και να σταθεροποιηθούν οι επιλογές μου, παίρνοντας μια μορφή που θα έμοιαζε με ανθρώπου. Αυτός ο άνθρωπος, ή αυτό που έμοιαζε με άνθρωπο, κάπου ανήκε. Εγώ ήμουν πλασμένη από αυτό το βουνό, το βουνό που με είχε διαμορφώσει. Μόνο καθώς μεγάλωνα αναρωτήθηκα μήπως ο τρόπος που είχα ξεκινήσει θα είναι κι ο τρόπος που θα τελειώσω – αν η πρώτη μορφή που παίρνει κανείς είναι και η μόνη αληθινή του μορφή.
            Καθώς γράφω τα τελευταία λόγια αυτής της ιστορίας, έχω να δω τους γονείς μου εδώ και χρόνια, από την κηδεία της γιαγιάς μου. Έχω στενή σχέση με τον Τάιλερ, τον Ρίτσαρντ και τον Τόνι, και απ’ αυτούς, καθώς και από άλλους συγγενείς, μαθαίνω για το δράμα στο βουνό που δεν τελειώνει ποτέ – για τους τραυματισμούς, τη βία και την αφοσίωση που αλλάζει. Αλλά έρχονται πλέον στ’ αυτιά μου σαν μακρινές φήμες, πράγμα καλοδεχούμενο. Δεν ξέρω αν ο χωρισμός είναι μόνιμος, αν θα βρω μια μέρα έναν τρόπο να επιστρέψω, αλλά μ’ έχει γαληνέψει.
            Αυτή η γαλήνη δεν ήρθε εύκολα. Πέρασα δύο χρόνια απαριθμώντας τα ελαττώματα του πατέρα μου, χωρίς να χάνω ποτέ το λογαριασμό, λες και το να παραθέτω κάθε παράπονο, κάθε αληθινή και φανταστική πράξη σκληρότητας, αμέλειας, θα αιτιολογούσε την απόφασή μου να τον απομακρύνω από τη ζωή μου. Μόλις αιτιολογούνταν, νόμιζα πως αυτή η ενοχή που μ’ έπνιγε θα μ’ άφηνε ελεύθερη και θα μπορούσα να πάρω ανάσα.
            Αλλά η δικαίωση δεν έχει καμία δύναμη πάνω στην ενοχή. Κανένας θυμός ή οργή που στρέφεται σε άλλους δεν μπορεί να την καταπνίξει, επειδή η ενοχή ποτέ δεν έχει να κάνει μ’ εκείνους. Η ενοχή είναι ο φόβος για τη δική μας δυστυχία. Δεν έχει να κάνει με άλλους.
            Πέταξα από μόνη μου την ενοχή όταν αποδέχτηκα την απόφασή μου με τους όρους της, χωρίς να καταγγέλλω διαρκώς παλιές αδικίες, χωρίς να ζυγίζω τα κρίματά του σε σύγκριση με τα δικά μου. Χωρίς να σκέφτομαι καθόλου τον πατέρα μου. Έμαθα ν’ αποδέχομαι την απόφασή μου για δικό μου καλό, επειδή ήμουν εγώ, όχι επειδή ήταν αυτός. Επειδή το είχα ανάγκη, όχι επειδή του άξιζε.
            Ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσω να τον αγαπήσω.
            Όταν ο πατέρας μου ήταν παρών στη ζωή μου, αναγκάζοντάς με να πάρω τον έλεγχο αυτής της ζωής, τον έβλεπα με τα μάτια ενός στρατιώτη, μέσ’ από τη θολούρα μιας σύγκρουσης. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα τρυφερά του χαρακτηριστικά. Όταν έστεκε μπροστά μου, επιβλητικός, αγανακτισμένος, δεν μπορούσα να θυμηθώ πώς, όταν ήμουν μικρή, η κοιλιά του τρανταζόταν από τα γέλια και τα γυαλιά του γυάλιζαν. Μπροστά στην αυστηρή του παρουσία, δεν θυμόμουν ποτέ πόσο ευχάριστα συσπώνταν τα χείλη του, προτού καούν, όταν κάποια ανάμνηση έφερνε δάκρυα στα μάτια του. Μόνο τώρα μπορώ να τα θυμηθώ αυτά τα πράγματα, που έχουν μπει ανάμεσά μας χιλιόμετρα και χρόνια.
            Όμως αυτό που έχει μπει ανάμεσα σ’ εμένα και τον πατέρα μου είναι κάτι παραπάνω από το χρόνο ή την απόσταση. Είναι μια αλλαγή στον εαυτό μου. Εγώ δεν είμαι το παιδί που μεγάλωσε ο πατέρας μου, όμως αυτός είναι ο πατέρας που το μεγάλωσε.
                                                                  (Tara Westover, Μορφωμένη, Ίκαρος, 2019)

Ερώτημα
Στο κείμενο περιγράφεται η σχέση της πρωταγωνίστριας με τον πατέρα της. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτή τη σχέση; Χρησιμοποιείστε κειμενικούς δείκτες (περιεχομένου) για να την αποδώσετε. Πώς κρίνετε τη στάση της ηρωίδας απέναντι στον πατέρα; (150-200 λέξεις)

Προτεινόμενη απάντηση
Μέσα από το κείμενο γίνεται εμφανές ότι η ηρωίδα αξιοποιεί την απόσταση που τη χωρίζει από τους δικούς της για να ανασυντάξει τις ψυχικές δυνάμεις της και να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της κυρίως με τον πατέρα της. Σε α΄πρόσωπο η συγγραφέας – αφηγήτρια εξομολογείται με ποιους τρόπους προσπάθησε να τον απομακρύνει από τη ζωή της: εστιάζοντας στα ελαττώματα και τα λάθη του θεώρησε ότι μπορούσε να απαλλαγεί από τις προσωπικές της ενοχές. Γρήγορα όμως διαπίστωσε ότι η ενοχή που συνδέεται με τους άλλους δεν εξουδετερώνεται ποτέ. Όταν ο πατέρας έπαψε να αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος γι’ αυτήν και πήρε τη ζωή της στα χέρια της, κατάλαβε ότι ο εαυτός της ήταν αυτός που έπρεπε να τοποθετηθεί σ’ αυτό το κέντρο.  Αυτή η μεταστροφή ήταν η αρχή της πραγματικής γνωριμίας με τον πατέρα της που οδήγησε στην αποκατάσταση της αγαπητικής σχέσης. Η χωροχρονική απόσταση λύτρωσε την ηρωίδα από την καταπιεστική πατρική παρουσία που την υποχρέωνε σε στρατιωτική υπακοή και μετέτρεψε τη συγκρουσιακή σχέση σε τρυφερότητα και στοργή. Οι σχέσεις γονέων – παιδιών είναι εξαιρετικά δύσκολες εξαιτίας του πολλαπλού ρόλου των πρώτων. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα διαρκή αγώνα επικράτησης, ειδικά όταν οι γονείς χαρακτηρίζονται από ιδεοληψίες και στερεοτυπικές συμπεριφορές. Η εποχή μας όμως υπαγορεύει την αναπροσαρμογή αυτής της σχέσης στα νέα παιδαγωγικά δεδομένα και στις νέες αντιλήψεις για τον θεσμό της οικογένειας.
                                                                                                                    [Λέξεις: 220]
Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Πρωτοπρόσωπη αφήγηση που αποκτά τη μορφή μονολόγου (καθώς μεγάλωνα αναρωτήθηκα..., Δεν ξέρω αν ο χωρισμός είναι μόνιμος... γαληνέψει),  καθώς η πρωταγωνίστρια καταθέτει τους προβληματισμούς της και περιγράφει τη διαδικασία της συναισθηματικής ωρίμανσής της  έχοντας αποστασιοποιηθεί από ανθρώπους (τους γονείς της) και καταστάσεις (για τους τραυματισμούς, τη βία και την αφοσίωση που αλλάζει)
·       Αναδρομές σε διαφορετικές περιόδους της ζωής της προκειμένου να δείξει την εσωτερική της αλλαγή – μεταμόρφωση (Όταν ήμουν μικρή..., έχω να δω τους γονείς μου εδώ και χρόνια, από την κηδεία της γιαγιάς μου, Πέρασα δύο χρόνια..., Όταν ο πατέρας μου ήταν παρών στη ζωή μου...)
·       Τροπικότητα: Η οριστική που δηλώνει τον βαθμό βεβαιότητας της αφηγήτριας (από απλή υπόθεση μέχρι πλήρη βεβαιότητα: θα αιτιολογούσε, θα με άφηνε, θα μπορούσα, δεν μπορεί να την καταπνίξει, Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω, αναρωτήθηκα, γράφω, μαθαίνω, ξέρω, θα βρω, αποδέχτηκα, σκέφτομαι, πέταξα, είναι) σε διαφορετικά χρονικά επίπεδα εναλλάσσεται με υποτακτικές που δηλώνουν πρόθεση, επιθυμία ή ακόμη και καθήκον (ν’ αναπτυχθεί, να συσσωρευτούν, να σταθεροποιηθούν, αναγκάζοντάς με να πάρω) παρακολουθώντας έτσι τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της πρωταγωνίστριας
·       Σχήματα λόγου: Μεταφορές που αισθητοποιούν τις σκέψεις και αποδίδουν παραστατικά τη συμπεριφορά της ηρωίδας (Εγώ ήμουν πλασμένη από αυτό το βουνό, η ενοχή που μ’ έπνιγε, τον έβλεπα με τα μάτια ενός στρατιώτη, μέσ’ από τη θολούρα μιας σύγκρουσης, κάποια ανάμνηση έφερνε δάκρυα, αυτό που έχει μπει ... το χρόνο ή την απόσταση). Σχήμα επιδιόρθωσης  (επειδή ήμουν εγώ, όχι επειδή ήταν αυτός. Επειδή το είχα ανάγκη, όχι επειδή του άξιζε, Εγώ δεν είμαι το παιδί που μεγάλωσε ο πατέρας μου, όμως αυτός είναι ο πατέρας που το μεγάλωσε) που περιγράφει την αλλαγή της πρωταγωνίστριας (μέσα από την αυτογνωσία)
·       Εξομολογητική διάθεση που εξασφαλίζεται από το α΄ ενικό πρόσωπο και από τον αυτοβιογραφικό – βιωματικό χαρακτήρα της αφήγησης, όπως πληροφορούμαστε και από τον πρόλογο του κειμένου (περικείμενο).
·       Ύφος απλό, παραστατικό και εξομολογητικό για όλους τους παραπάνω λόγους
·       Αποφθεγματικός τόνος (η δικαίωση δεν έχει καμία δύναμη πάνω στην ενοχή. Κανένας θυμός ή οργή που στρέφεται σε άλλους δεν μπορεί να την καταπνίξει, επειδή η ενοχή ποτέ δεν έχει να κάνει μ’ εκείνους. Η ενοχή είναι ο φόβος για τη δική μας δυστυχία. Δεν έχει να κάνει με άλλους) που ενισχύει τον εξομολογητικό τόνο του κειμένου
·       Χαρακτήρες: εκτός από την κεντρική ηρωίδα στο κείμενο περιγράφεται ο πατέρας την σχέση με τον οποίο αγωνίζεται να επαναπροσδιορίσει η πρωταγωνίστρια. Περιγράφεται ως σκληρός, επιβλητικός, οξύθυμος, αυστηρός, αρκετά καταπιεστικός, ελάχιστα τρυφερός (στατική παρουσίαση - περιγραφή: Πέρασα δύο χρόνια ... από τη ζωή μου, Όταν ο πατέρας μου ... έφερνε δάκρυα στα μάτια του.). Αναφορά γίνεται και στα αδέλφια της και σε άλλους συγγενείς (...από την κηδεία της γιαγιάς μου, Έχω στενή σχέση με τον Τάιλερ, τον Ρίτσαρντ και τον Τόνι, και απ’ αυτούς, καθώς και από άλλους συγγενείς...)








Τόλης Νικηφόρου, Η γαρδένια
«Ο Τόλης Νικηφόρου εστιάζει τον φακό του στην καθημερινότητα, σταματώντας εκεί που οι άλλοι προσπερνούν, μεγεθύνοντας και φωτίζοντας σκηνές και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής που αποτελούν το κλειδί και τον συνενωτικό ιστό της ανθρώπινης ευτυχίας. Είναι η ποίηση της ζωής που ενυπάρχει παντού, ισχυροποιώντας την ποιητική όραση για την καλύτερη κατανόηση και ερμηνεία του κόσμου».
                                     Βασ. Ιωαννίδης, Τα μάτια του πάνθηρα, εφημ. Υπερχρόνος, 7.11.1997

Όταν πριν λίγους μήνες μετακομίσαμε στο τέρμα της Άνω Τούμπας, όχι μόνο βρέθηκα ξαφνικά στο περιβάλλον της γειτονιάς, με τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους αντί τα αυτοκίνητα, με τους μαγαζάτορες να ξέρουν το μικρό μου όνομα, με τις γειτόνισσες στα μπαλκόνια και την καλημέρα τους, αλλά και για πρώτη φορά ήρθα σε άμεση και καθημερινή επαφή με τη φύση.
Το διαμέρισμα αυτό, δυο μέτρα από το χώμα, τραβούσε σαν μαγνήτης τον ήλιο στα μεγάλα του παράθυρα. Στο ευρύχωρο σαλόνι εκπληρώθηκε το αρχαίο μας όνειρο, μια τεράστια βιβλιοθήκη σε ανοιχτό χρώμα ξύλου που κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο και δέχτηκε όσα βιβλία μας είχαν απομείνει από τις είκοσι μετακομίσεις, την περιπλάνηση στην ξενιτιά και τις υγρές αποθήκες. Καθόμουνα και την καμάρωνα φωτισμένη, διάλεγα ένα βιβλίο από το ράφι, του ‘ριχνα μια ματιά, ύστερα το ‘βαζα στη θέση του και διάλεγα ένα άλλο.
Στο μπαλκόνι, γύρω-γύρω, λίγο στενό αλλά ατέλειωτο σε μήκος, βάλαμε γλάστρες κόκκινες και τις γεμίσαμε φυτά. Εκεί έμαθα για πρώτη φορά τα γεράνια και τις πετούνιες με λουλούδια πορτοκαλί και μωβ, δεκάδες αποχρώσεις. Προτιμήσαμε τα σκληρά και ανθεκτικά φυτά και γέμισαν οι τοίχοι από τα φύλλα του αμπέλοψι που στριφογύριζε, γαντζωνόταν, ανέβαινε παντού, και το φθινόπωρο, πριν φυλλορροήσει, έπαιρνε το βαθύ χρώμα της φωτιάς. Κάτω από το μπαλκόνι είχαν φυτρώσει αγριόχορτα και ζιζάνια. Με την αδυναμία μου για κάθε είδους πράσινο, ποτέ δεν τα ξερίζωσα, μάλιστα αρκετές φορές τα είχα ποτίσει.
Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της δύναμης και της αυτάρκειας, λίγο νερό κάθε τρεις μέρες ήταν όλο κι όλο που ζητούσε, εγκαταστάθηκε βασίλισσα λεπτεπίλεπτη, τρυφερή και παράξενη μια γαρδένια. Σε λίγο καιρό μεγάλωσε μέσα στον κόκκινο τενεκέ της και γέμισε μπουμπούκια, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα τα φύλλα της άρχισαν να κιτρινίζουν και να μαραίνονται. Δοκιμάσαμε διάφορα δυναμωτικά, λιπάσματα, βιταμίνες, ήρθε κι ένας φίλος μας γεωπόνος που την εξέτασε με τον φακό του και αποφάνθηκε. Κι ωστόσο τα μπουμπούκια της συνέχισαν να ξεραίνονται και να πέφτουν πριν ανθίσουν.
Ένα πρωί τηλεφώνησα στο γραφείο ότι ήμουν αδιάθετος, βγήκα στο μπαλκόνι και κάθισα δίπλα της σ’ ένα σκαμνί. Με υγρό σφουγγάρι θαλασσινό καθάρισα ένα-ένα τα φυλλαράκια της, ενώ της ψιθύριζα γλυκόλογα, την έλεγα κορίτσι μου, μικρό και χαϊδεμένο μου. Κι ύστερα της διηγήθηκα παραμύθια, παράξενα τρελά παραμύθια, βγαλμένα από την παρόρμηση της στιγμής. Και της τραγούδησα με μια φωνή αργή και διστακτική όπως ο καθένας κάποτε είπε το πρώτο σ’ αγαπώ.
Από τη μέρα εκείνη η γαρδένια πήρε επάνω της. Σύντομα τα μπουμπούκια της
μισάνοιξαν σε εκθαμβωτικά κατάλευκα λουλούδια και η μεθυστική τους ευωδιά
πλημμύρισε τον χώρο. Έτσι τώρα με τη γαρδένια μου έχω μια σχέση σχεδόν ερωτική που δεν πρέπει ποτέ να παραμελήσω. Της μιλάω, την αγγίζω απαλά κι εκείνη συλλαμβάνει τα μυστικά κύματα που εκπέμπω, με τις ευαίσθητες κεραίες της εκείνη καταλαβαίνει.
Και κάθομαι και συλλογίζομαι μήπως ήταν τα λιπάσματα ή κάποια θεραπεία επιστημονική κι όχι οι τρέλες οι δικές μου. Μήπως το βλέμμα δεν γλιστράει σαν το νερό στη επιφάνεια των πραγμάτων. Μήπως η λογική δίνει σε όλα εξήγηση και δεν υπάρχουν μυστηριώδεις εκδοχές κι ανεξακρίβωτες δυνάμεις που καθορίζουν τη ζωή μας.
                        (Από τη συλλογή Τα μάτια του πάνθηρα, Εκδόσεις Νέα Πορεία, 1996)
Ερώτημα
Ποιο είναι κατά την κρίση σας το βασικό ερώτημα που θέτει στο παραπάνω κείμενο ο συγγραφέας; Αναπτύξτε σύντομα την προσωπική σας θέση για το θέμα (150-200 λέξεις)
Προτεινόμενη απάντηση
Ο συγγραφέας πραγματοποιεί μέσα από το συγκεκριμένο κείμενο μια προσωπική κατάθεση ψυχής που αφορά στη σχέση του με τη φύση. Με διάθεση εξομολογητική περιγράφει την εξέλιξη αυτής της σχέσης μετά την μετακόμισή τους σε μια περιοχή περισσότερο φιλική και λιγότερο «αστική». Το α΄πρόσωπο που από πληθυντικό ( για πράγματα που μοιράζεται όλη η οικογένεια: μετακομίσαμε, βάλαμε, δοκιμάσαμε) γίνεται ενικό, ειδικά στην αφήγηση με τη γαρδένια (βρέθηκα, ήρθα, καθόμουνα, τηλεφώνησα, βγήκα, κάθισα, καθάρισα, διηγήθηκα) επιβεβαιώνει την ένταση και τον χαρακτήρα αυτής της σχέσης. Το συναισθηματικό δέσιμο αφηγητή και φυτού εξελίσσεται κλιμακωτά, ιδιαίτερα μετά την «ασθένεια» της γαρδένιας και την «περίθαλψη» που δέχεται από αυτόν. Η προσωποποίησή της και η μεταχείρισή της ως ανθρώπινου πλάσματος και μάλιστα γυναίκας δίνει στη σχέση χαρακτήρα ερωτικό. Ο αφηγητής το παραδέχεται (τώρα με τη γαρδένια μου έχω μια σχέση σχεδόν ερωτική που δεν πρέπει ποτέ να παραμελήσω), αν και αναρωτιέται για τη δύναμη των αισθημάτων (Μήπως η λογική δίνει ... καθορίζουν τη ζωή μας.) Σε έναν κόσμο εχθρικό για το περιβάλλον και φιλικό προς την ύλη η επιστροφή στη φύση ή ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης μας με αυτήν αποτελεί επιτακτική ανάγκη για να μην αλλοτριωθούμε πλήρως. Σε συνδυασμό με την επανενεργοποίηση αξιών μπορεί να συμβάλει στην εκ νέου ανακάλυψη του ανθρωπισμού και στη θεμελίωση ενός ανάλογου πολιτισμού.
                                                                                                                     [Λέξεις: 211]



Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Πρωτοπρόσωπη αφήγηση με αυτοδιηγητικό παντογνώστη αφηγητή που ως κεντρικός ήρωας του κειμένου περιγράφει με λεπτομέρειες το περιβάλλον της γειτονιάς, το νέο διαμέρισμα της οικογένειας και κυρίως τη βιβλιοθήκη, την σχέση του με τα λουλούδια
·       Αναδρομική αφήγηση που αναφέρεται στη μετακόμιση (Όταν πριν λίγους μήνες ... ήρθα σε άμεση και καθημερινή επαφή με τη φύση) και στην αντιμετώπιση της ασθένειας της γαρδένιας (Ένα πρωί τηλεφώνησα ... πλημμύρισε τον χώρο ), με τις οποίες ο αφηγητής μας δίνει πληροφορίες που συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση του κειμένου
·       Σχόλια που αναφέρονται στη ζωή στα αστικά κέντρα (Οι έγκλειστοι στο κέντρο της πόλης ...  όταν τύχει να βγουν στην εξοχή), στη σχέση των ανθρώπων με τη φύση (για πρώτη φορά ήρθα σε άμεση και καθημερινή επαφή με τη φύση, Μήπως η λογική δίνει ... που καθορίζουν τη ζωή μας ), στην προσωπική σχέση του αφηγητή με τη γαρδένια (Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της δύναμης και της αυτάρκειας, ... εγκαταστάθηκε βασίλισσα λεπτεπίλεπτη, τρυφερή και παράξενη μια γαρδένια)
·       Εικόνες της γειτονιάς (... τα παιδιά να παίζουν στους δρόμους... , ... τις γειτόνισσες στα μπαλκόνια...), του διαμερίσματος (Το διαμέρισμα αυτό, δυο μέτρα από το χώμα, τραβούσε σαν μαγνήτης τον ήλιο στα μεγάλα του παράθυρα, Στο ευρύχωρο σαλόνι ... μια τεράστια βιβλιοθήκη σε ανοιχτό χρώμα ξύλου που κάλυπτε ολόκληρο τον τοίχο, Στο μπαλκόνι, ...  γλάστρες κόκκινες), της γαρδένιας (... βγήκα στο μπαλκόνι και κάθισα δίπλα της σ’ ένα σκαμνί. Με υγρό σφουγγάρι θαλασσινό καθάρισα ένα-ένα τα φυλλαράκια της ...) που ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις (οπτικοκινητικές και οσφρητικές)
·       Με έναν μονόλογο που καταλήγει σε ερωτήματα ο αφηγητής περιγράφει την σχέση του με τη γαρδένια με ιδιαίτερα λυρικό τρόπο:  Έτσι τώρα με τη γαρδένια μου έχω μια σχέση σχεδόν ερωτική ... εκείνη καταλαβαίνει. Και κάθομαι και συλλογίζομαι μήπως ... καθορίζουν τη ζωή μας.
·       Τοπικός δείκτης που δίνεται από το ίδιο το κείμενο (συγκείμενο): μετακομίσαμε στο τέρμα της Άνω Τούμπας
·       Μακροπερίοδος λόγος για να αποδοθούν περισσότερες ενέργειες ή συναισθήματα ταυτόχρονα (Όταν πριν λίγους μήνες ... ήρθα σε άμεση και καθημερινή επαφή με τη φύση, Στο ευρύχωρο σαλόνι ... τις υγρές αποθήκες)
·       Εναλλαγή χρόνων παρελθοντικών (αορίστου και παρατατικού) για την αφήγηση που αναφέρεται στο παρελθόν και ενεστώτα για το παρόν (στην περιγραφή της σχέσης του αφηγητή με τη γαρδένια και στην καταγραφή των προσωπικών προβληματισμών του)





Έλλη Αλεξίου, Προς το ζην
Τα έργα της Έλλης Αλεξίου διακρίνονται για τον ποιητικό ρεαλισμό του ύφους καθώς και για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους.«Από τα πρώτα κιόλας βιβλία μου συμμάχησα με τους αδύνατους και τους αδικημένους. Και τη συμμαχία αυτή την κράτησα πιστά σ’ όλη μου τη ζωή» δήλωνε η ίδια. 

Μια σκάλα
                 ζήταγα
                           να σφουγγαρίσω.
                                                     Εκλιπαρούσα
                           να μου χαρίσουν                                                                  5
         δυο σκαλιά.
Δεν ήξεραν
                  ότι το μάρμαρο
                                          γίνεται
                                                     ψωμί.                                                          10

  από την ανέκδοτη συλλογή Το πέτρινο σπίτι

Ερώτημα
Ποιο νομίζετε ότι είναι το βασικό θέμα που απασχολεί την ποιήτρια στο ποίημα; Τεκμηριώστε την απάντησή σας αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. Συμφωνείτε με τη θέση που φαίνεται να διατυπώνει η ποιήτρια; Απαντήστε σε ένα κείμενο 150-200 λέξεων.

Προτεινόμενη απάντηση
Η ποιήτρια αναφέρεται, κατά την κρίση μου, στο ζήτημα της εργασίας ως βασικού βιοποριστικού μέσου. Ο τίτλος του ποιήματος μας ενημερώνει ήδη από την αρχή για το περιεχόμενό του με τρόπο απλό, λιτό και άμεσο. Η ίδια λιτότητα χαρακτηρίζει συνολικά το περιεχόμενο και τη μορφή του ποιήματος: απουσία περιττών επιθέτων που φορτώνουν το κείμενο και ωραιοποιούν πρόσωπα και καταστάσεις κι απλές προτάσεις με τους απαραίτητους όρους (στ.1-3 και 4-6) που αποδίδουν με σαφήνεια την ανάγκη που περιγράφει το ποιητικό υποκείμενο.Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ οι δυο παραπάνω περίοδοι έχουν ανάλογη δομή,η σειρά των λέξεων αλλάζει σκόπιμα. Στην πρώτη πρόταση το αντικείμενο (μια σκάλα) προηγείται, στη δεύτερη έχει την τελευταία θέση (δυο σκαλιά). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ρήμα που στην πρώτη περίοδο κατέχει τη δεύτερη θέση, ενώ στη δεύτερη κατέχει την πρώτη. Η αλλαγή αυτή εξυπηρετεί την ποιητική πρόθεση να δοθεί έμφαση στους συγκεκριμένους όρους.  Αξιοσημείωτη είναι και η σημασιολογική συγγένεια των ρημάτων ζήταγα και εκλιπαρούσα, που ταυτόχρονα φανερώνει και κλιμάκωση συναισθημάτων: το υποκείμενο στην αρχή απλώς ζητά, έπειτα όμως εκλιπαρεί να του χαρίσουν (τόση είναι η ανάγκη επιβίωσης) όχι μια σκάλα αλλά δυο σκαλιά, αυτοί που δεν μπορούν να αντιληφθούν την αξία της εργασίας. Στην εποχή μας η εργασία αποτελεί βασική προτεραιότητα για την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ζωής, ακόμη κι αν στερείται κοινωνικού γοήτρου. Για κάποιους είναι ζήτημα επιβίωσης.
                                                                                                                     [Λέξεις: 220]
Πρόσθετοι κειμενικοί δείκτες:

  • Το α΄ενικό πρόσωπο (ζήταγα, εκλιπαρούσα, να σφουγγαρίσω, να μου χαρίσουν) εκφράζει με άμεσο και παραστατικό τρόπο την προσωπική αγωνία του υποκειμένου που αναζητά μια οποιαδήποτε εργασία προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία. Στους στ.7-10 το γ΄πληθυντικό διαδέχεται το α΄ ενικό, στο οποίο και αντιπαρατίθεται
  • Ο χρόνος των ρημάτων είναι ο παρατατικός για να δηλώσει διάρκεια αλλά και την ένταση της προσπάθειας του ποιητικού υποκειμένου να πετύχει την ποθητή εργασία
  • Εικόνες οπτικοκινητικές στους στ. 1-6 που περιγράφουν το είδος δουλειάς που αναζητά το υποκείμενο. Πρόκειται για δουλειά που από κάποιους χαρακτηρίζεται ευτελής ή αναξιοπρεπής, αλλά για κάποιους άλλους συνιστά μέσο επιβίωσης.
  • Μεταφορά στους στ. 8-10 που αναφέρεται στην αξία της δουλειάς όσο ευτελής κι αν χαρακτηρίζεται αυτή
  • Ελαφρά ειρωνεία στους ίδιους στίχους που απευθύνεται σε όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι ακόμη και η «ευτελέστερη» δουλειά μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση με τρόπο αξιοπρεπή
  • Μελαγχολική διάθεση και διδακτικός τόνος που προκύπτουν από τους τελευταίους στίχους, καθώς το ποιητικό υποκείμενο αποδοκιμάζει την στάση όσων δεν αντιλαμβάνονται ότι η δουλειά δεν είναι ντροπή
  • Μορφή ποιήματος: η τοποθέτηση των λέξεων εικονοποιεί το ποίημα που μας δίνει την αίσθηση μιας σκάλας, της σκάλας που εκλιπαρεί το ποιητικό υποκείμενο να του χαρίσουν





Τόλης Νικηφόρου, «μαθητεία, 1»
Ποιητής και διηγηματογράφος, ο Τόλης Νικηφόρου αλλά και μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού Νέα Πορεία έχει δημοσιεύσει έντεκα συλλογές ποιημάτων και πέντε διηγημάτων. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωµυλία. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος, µεταφραστής - διερµηνέας και αναλυτής συστηµάτων στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο Λονδίνο. 
μαθαίνω μια ζωή την αλφαβήτα
γλιστράω στην επιφάνεια των γραμμάτων
με την παρήγορη ψευδαίσθηση
ότι θα φτάσω στο ωμέγα κάποτε
όπου ενεδρεύει όμως αναπόφευκτα                                                   5
το ωκεάνιο και πάλι άλφα

με τις καμπύλες του
τον κύκλο του
τον πρώτο κι ίσως τελευταίο βηματισμό του
τις απροσμέτρητες στον χωροχρόνο                                                  10
διαστάσεις του

γύρω απ’ το άλφα περιστρέφομαι
στο αιμοσφαίριο αυτό βυθίζομαι
όπως σε αιώνια μήτρα
πύλη του κόσμου και του άδη                                                            15
έσχατο όριο της δικής μου επίγνωσης

η αρχή της μαθητείας μου
δεν έχει τέλος

 (Από τη συλλογή Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας, Νέα Πορεία,1997)



Ερώτημα
Το βασικό θέμα που θίγεται στο ποίημα είναι η αέναη διαδικασία κατάκτησης της γνώσης. Εντοπίστε κειμενικούς δείκτες που υποστηρίζουν αυτή τη θέση (σχήματα λόγου, εκφραστικά μέσα). Στη συνέχεια αναπτύξτε την προσωπική σας άποψη για το θέμα (150-200 λέξεις).

Προτεινόμενη απάντηση
Το αέναο της μαθησιακής διαδικασίας δηλώνεται από τον ποιητή καταρχάς από τις εκφράσεις μια ζωή και δεν έχει τέλος στον πρώτο και τελευταίο στίχο του ποιήματος. Δίνεται η αίσθηση ότι η μάθηση αποτελεί ένα είδος κύκλου όπου αρχή και τέλος ταυτίζονται, διαδικασία που περιγράφεται ανάλογα από τον ποιητή. Η ελπίδα πλήρους κατάκτησης της γνώσης (το ωμέγα) που περιγράφεται μεταφορικά με ένα γλίστρημα (στ. 2) διαψεύδεται με μία προσωποποίηση (στ. 5-11) του άλφα που από άποψη μορφής συγχέεται με το τελευταίο γράμμα του αλφαβήτου.Το άλφα είναι ωκεάνιο, δηλ. απέραντο, απροσδιόριστο, τέλειο (όπως ο κύκλος), αιώνιο και έσχατο (ασύνδετο σχήμα δεύτερης στροφής). Ο ποιητής το αποκαλεί μεταφορικά αιμοσφαίριο (στ. 13), δηλ. πηγή της ζωής (με υπαινιγμό πάλι στο κυκλικό σχήμα) στην οποία βυθίζεται για να κατανοήσει ότι πρόκειται για την αρχή των πάντων και για να αποκτήσει τη δική του αυτογνωσία που συνοψίζεται στη διαπίστωση ότι η μάθηση δεν σταματάει ποτέ. Η απουσία στίξης που επιβάλλει τη συνεχόμενη ανάγνωση ενισχύει την άποψη αυτή. Πιστεύω ότι στην εποχή μας – περισσότερο από κάθε άλλη εποχή – η ποιητική θέση επαληθεύεται, αφού η διαρκής επιστημονική πρόοδος και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας απαιτούν διευρυμένες γνώσεις, συνεχή ανανέωση των γνώσεων και εξειδικευμένη κατάρτιση ή τεχνογνωσία. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την έκρηξη της τεχνολογίας, γίνεται κατανοητό γιατί αποτελεί βασικό αίτημα των καιρών η διά βίου μάθηση.
                                                                                                                     [Λέξεις:219]
Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
§  Α΄ ενικό πρόσωπο (εξομολογητική διάθεση, υποκειμενικότητα, βιωματικότητα: στ. 1, 2, 4, 12, 13, 16 δικής μου, 17 μου)
§  Εικόνες οπτικο-κινητικές (στ. 2, 4, 12, 13), οπτικές (στ.7-9, 14)
§  Επίθετα με ειδικό συμβολικό φορτίο δηλωτικό αρχής και τέλους (πρώτο, τελευταίο, αιώνια, έσχατο)
§  Χρήση ενεστώτα που προσδίδει θεατρικότητα, αμεσότητα, ζωντάνια, παραστατικότητα, διαχρονικότητα (μαθαίνω, γλιστράω, ενεδρεύει, περιστρέφομαι, βυθίζομαι)
§  Σχήμα οξύμωρο (στ. 17-18) για να δοθεί έμφαση στο συνεχές και αδιάπτωτο  της μάθησης
§  Η χρήση λέξεων με άλλη νοηματοδότηση (π.χ. αιμοσφαίριο, βυθίζομαι)
§  Λυρικό ύφος (αφθονία σχημάτων λόγου)


Φρέντρικ Μπάκμαν, Η γιαγιά μου σας χαιρετά και ζητάει συγγνώμη
Η Έλσα βρίσκει καταφύγιο στις ιστορίες που πλάθει η γιαγιά της για έξι φανταστικά βασίλεια, εκεί όπου κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να συμπεριφέρεται φυσιολογικά. Το μυθιστόρημα του Σουηδού συγγραφέα προτείνει μια διαφορετική ματιά στην καθημερινότητά μας και στο δικαίωμα του καθενός να είναι και να ζει όπως επιλέγει ο ίδιος.        
                                                                                                  Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Καουτσούκ
Είναι Τετάρτη. Η Έλσα τρέχει ξανά.

Αυτή τη φορά δεν ξέρει ακριβώς την αιτία. Ίσως επειδή είναι μία από τις τελευταίες μέρες πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων, κι αυτοί που την κυνηγούν ξέρουν πως για αρκετές βδομάδες δεν θα έχουν κανέναν να κυνηγήσουν και γι΄αυτό τώρα πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους. Δεν ξέρει. Όταν πρόκειται για εξυπνάκηδες, δεν είναι και τόσο εύκολο να βρίσκεις τη γενεσιουργό αιτία. Μερικές φορές δεν υπάρχει καμία αιτία. Κάποιοι άνθρωποι που δεν τους έχει κυνηγήσει ποτέ κανείς πάντα νομίζουν ότι υπάρχει κάποιος λόγος. Αυτού του είδους οι άνθρωποι σου λένε: «Αυτοί που σε κυνήγησαν δεν το έκαναν χωρίς λόγο, έτσι δεν είναι;» «Κάτι θα έκανες και τους προκάλεσες, έτσι δεν είναι;» Λες και έτσι λειτουργεί η καταπίεση. Κυνηγούν την Έλσα γιατί βρίσκεται εκεί. Αυτός είναι ο λόγος. Τους προκαλεί το ότι η Έλσα υπάρχει, δεν χρειάζονται άλλο λόγο.
Όμως είναι ανώφελο να προσπαθήσει να το εξηγήσει στους ανθρώπους αυτού του είδους‧ είναι εξίσου ανώφελο με το να προσπαθήσει να εξηγήσει σε έναν εξυπνάκια που κουβαλά μαζί του ένα λαγοπόδαρο, γιατί νομίζει πως του φέρνει τύχη, πως αν πραγματικά τα λαγοπόδαρα έφερναν τύχη, θα εξακολουθούσαν να βρίσκονται στα σώματα των λαγών που τα έχασαν.
Το σημερινό ουσιαστικά δεν οφείλεται σε λάθος κανενός. Δεν οφείλεται στο ότι ο μπαμπάς άργησε σήμερα να έρθει να την πάρει. Φταίει το ότι η σχολική μέρα τελείωσε λίγο νωρίτερα. Και είναι δύσκολο να γίνεσαι αόρατη, όταν το κυνήγι ξεκινά ήδη μέσα στο σχολείο.
Κι έτσι, λοιπόν, η Έλσα τρέχει. Είναι καλή στο τρέξιμο.
Ένα κορίτσι κραυγάζει πίσω από την Έλσα:
«Πιάστε τη!»
Όλα σήμερα ξεκίνησαν με το κασκόλ της Έλσας. Τουλάχιστον έτσι νομίζει η Έλσα. Έχει αρχίσει να μαθαίνει να ξεχωρίζει όσους την κυνηγούν στο σχολείο. Έχει αρχίσει να μαθαίνει και με ποιο τρόπο την κυνηγούν. Υπάρχουν εκείνοι που κυνηγούν παιδιά που τους φαίνονται αδύναμα. Υπάρχουν εκείνοι που κυνηγούν μόνο για την ευχαρίστησή τους, που δεν χτυπούν τα θύματά τους όταν τα προφταίνουν, αλλά θέλουν μόνο να βλέπουν τον τρόμο στα μάτια τους. Και έπειτα υπάρχουν εκείνοι που είναι σαν το αγόρι που μάλωσε με την Έλσα για να γίνει Σπάιντερμαν. Αυτό το αγόρι κυνηγάει και χτυπάει για λόγους αρχής, γιατί δεν ανέχεται να το αντικρούουν. Και ιδιαίτερα δεν ανέχεται να το αντικρούει κάποιος που είναι διαφορετικός.
Όμως εκείνο το κορίτσι θέλει να σε παίρνει στο κυνήγι για κάποια συγκεκριμένη αιτία που δικαιολογεί το κυνήγι. «Όταν κυνηγάει κάποιον, θέλει να νιώθει πως είναι ηρωίδα», σκέφτεται η Έλσα με υπερβολικά ψυχρή οξυδέρκεια, καθώς τρέχει σαν πολιορκητικός κριός προς τον φράχτη, καρδιοχτυπώντας και με τον λαιμό της να καίει, όπως εκείνη τη φορά που η γιαγιά είχε φτιάξει καφτερά σμούθις.

Ερώτημα
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το βασικό θέμα που θίγεται στο κείμενο; Ποια είναι η στάση της κεντρικής ηρωίδας; Ποια είναι η δική σας απάντηση; Απαντήστε με ένα κείμενο 150-200 λέξεων.

Προτεινόμενη απάντηση
Στο κείμενο παρουσιάζεται το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού μέσα από τα μάτια της μικρής Έλσας που αποτελεί και το θύμα. Ο παντογνώστης αφηγητής – συγγραφέας μεταφέροντας τις σκέψεις της Έλσας με τον τρόπο του ελεύθερου πλάγιου λόγου (δεν ξέρει ακριβώς την αιτία, είναι ανώφελο να ..., έτσι νομίζει η Έλσα) εξηγεί τα πιθανά αίτια της άσκησης ενδοσχολικής βίας: η διάθεση αυτοπροβολής, η «προκλητική» αδυναμία κάποιων παιδιών, η ικανοποίηση που γεννιέται από τον φόβο των άλλων, η επίδειξη δύναμης και εξουσίας, η αίσθηση του κυνηγού-ήρωα. Η Έλσα έχοντας πολύ καλή αντίληψη των λόγων για τους οποίους συνιστά θύμα (η διαφορετικότητά της προκαλεί: Κυνηγούν την Έλσα ... είναι διαφορετικός) επιλέγει ως λύση τη φυγή (παρομοίωση: τρέχει σαν πολιορκητικός κριός). Η μηδενική εστίαση του αφηγητή καταγράφει τις σκέψεις της. Το β’ ενικό πρόσωπο που δηλώνει την αμεσότητα και την ένταση των συναισθημάτων της Έλσας (να βρίσκεις, σου λένε, να γίνεσαι, να σε παίρνει) εμπλέκει συναισθηματικά και τον αναγνώστη. Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί ένα φαινόμενο που γνωρίζει στις  μέρες μας ιδιαίτερη έξαρση. Η έλλειψη ισχυρών ηθικών ερεισμάτων και ανθρωπιστικής παιδείας που ενισχύονται από τη δυσλειτουργία του θεσμού της οικογένειας και την απαξίωση του σχολείου και των κοινωνικοπολιτικών θεσμών ευθύνονται γι’ αυτή την έξαρση. Ωστόσο η σιωπή και η φυγή δεν συνιστούν λύση του προβλήματος, απαιτείται ενεργή κινητοποίηση και λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή του.
                                                                                                                     [Λέξεις: 219]

Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Το κείμενο ανήκει στο είδος του ηθογραφικού μυθιστορήματος που αξιοποιεί και στοιχεία ψυχογραφίας,
·       Η Έλσα είναι ο βασικός χαρακτήρας του κειμένου που περιγράφεται ως σύμβολο της διαφορετικότητας όχι με τρόπο στατικό αλλά μέσα από την εξωτερική κι εσωτερική δράση. Όμως υπάρχουν και άλλα πρόσωπα όπως τα παιδιά – εκφοβιστές (ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο κορίτσι και το αγόρι – Σπάιντερμαν), οι παρατηρητές (Κάποιοι άνθρωποι), ο πατέρας, η γιαγιά
·       Εναλλαγή ευθέος και πλάγιου λόγου, αλλά και  εσωτερικός μονόλογος («Όταν κυνηγάει κάποιον, θέλει να νιώθει πως είναι ηρωίδα») που συμβάλλουν στην παρουσίαση της εσωτερικής δράσης, δηλ. σκέψεων και συναισθηματικών μεταπτώσεων της ηρωίδας και μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά της
·       Οπτικοκινητικές εικόνες (Η Έλσα τρέχει ξανά... τρέχει σαν πολιορκητικός κριός προς τον φράχτη... η γιαγιά είχε φτιάξει καφτερά σμούθις) που περιγράφουν την εξωτερική δράση δίνοντας ώθηση στην εξέλιξη της πλοκής
·       Τα σχόλια με τις κατηγορίες αυτών που ασκούν εκφοβισμό και τις πιθανές ερμηνείες της συμπεριφοράς τους παρεμβάλλονται στην αφήγηση συνιστώντας επιβράδυνση για την εξέλιξη, αλλά  εντείνουν την αγωνία του αναγνώστη και παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την κατανόηση του κειμένου
·       Ύφος απλό και λιτό που εξασφαλίζεται από το απλό λεξιλόγιο, τη σαφήνεια των νοημάτων, την απουσία σχημάτων λόγου. Ωστόσο, σε ορισμένα σημεία υπάρχει μια ανάλαφρη και εύθυμη διάθεση χάρη στην οποία το ύφος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και χιουμοριστικό («είναι εξίσου ανώφελο με το να προσπαθήσει να ... των λαγών που τα έχασαν», «Και έπειτα υπάρχουν εκείνοι ... για να γίνει Σπάιντερμαν», «όπως εκείνη τη φορά που η γιαγιά είχε φτιάξει καφτερά σμούθις»), έτσι ώστε να εξυπηρετήσει συγκεκριμένο αφηγηματικό στόχο: την παρουσίαση μιας σοβαρής κατάστασης μέσα από την οπτική της πρωταγωνίστριας, δηλ. την οπτική ενός παιδιού




Ζακ Πρεβέρ, Ο κακός μαθητής
Τον χαρακτήρισαν “Πικάσο της σύγχρονης γαλλικής ποίησης”. Οι “Κουβέντες” είναι έργο ωριμότητας, με διαμορφωμένη την προσωπική του κατεύθυνση. Άσκησε ουσιαστική επιρροή στην κατοπινή ποίηση, γενικά, και θεωρήθηκε πρόγονος της αμερικανικής ποίησης “μπιτ” της δεκαετίας του ’50. 
Ο κακός μαθητής
Λέει όχι με το κεφάλι
Μα λέει ναι με την καρδιά
Λέει ναι σε όσους αγαπάει
Λέει όχι στον καθηγητή                                              5
Είναι όρθιος
Τον ρωτούν
Και όλα τα προβλήματα έχουν δοθεί
Ξαφνικά τον πιάνουν ακατάσχετα γέλια
Και τα σβήνει όλα                                                      10
Τα ψηφία και τις λέξεις
Τις ημερομηνίες και τα ονόματα
Τις φράσεις και τους γρίφους
Και παρά τις φοβέρες του καθηγητή
Κάτω από τα γιουχαΐσματα των καλών μαθητών      15
Με κιμωλίες όλων των χρωμάτων
Πάνω στον μαυροπίνακα της δυστυχίας
Ζωγραφίζει το πρόσωπο της ευτυχίας.
                                                (Από τη συλλογή Κουβέντες, Καστανιώτης, 2000)

Ερώτημα
Ο Ζακ Πρεβέρ περιγράφει τον κακό μαθητή. Για ποιον λόγο θεωρείτε ότι επιλέγει αυτό το θέμα; Απαντήστε επιλέγοντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες; Βρίσκετε ομοιότητες με το σύγχρονο σχολείο; (150-200 λέξεις)
Προτεινόμενη απάντηση
Σε αντίθεση με τα πρότυπα που συνήθως περιγράφονται ο Πρεβέρ αναλύει τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά του κακού μαθητή. Με έναν άκρως θεατρικό τρόπο καταγράφει και παρουσιάζει τις αντιδράσεις του μαθητή μέσα στην αίθουσα, ο οποίος αρνείται να ακολουθήσει τις επιταγές ενός συμβατικού εκπαιδευτικού συστήματος που κάνει τα παιδιά δυστυχισμένα. Με μικρές κοφτές προτάσεις αποδίδονται οι κινήσεις του (στ.2,5,6) χωρίς σημεία στίξης σε ένα συνεχή λόγο που προσδίδει ένταση και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη που παρακολουθεί τον κεντρικό ήρωα. Ο μαθητής αψηφά τον καθηγητή και τους καλούς μαθητές και σβήνοντας όσα είναι γραμμένα στον πίνακα – σύμβολα της συμβατικής γνώσης – σχεδιάζει την ευτυχία. Κυρίαρχη στο ποίημα η αντίθεση κακού και καλών μαθητών, της άρνησης και της κατάφασης, της φοβέρας και του γέλιου, της δυστυχίας και της ευτυχίας. Ο πρώτος και ο τελευταίος στίχος συνιστούν μία πρόταση (Ο κακός μαθητής ζωγραφίζει το πρόσωπο της ευτυχίας) που περιέχει και το μήνυμα του ποιήματος. Σύμφωνα με το ποίημα το σχολείο της συμβατικής γνώσης που περιγράφεται με το πολυσύνδετο σχήμα των στ. 11-13, χωρίς επίθετα ή άλλα σχήματα λόγου καταστρέφει τη φαντασία και τη δημιουργικότητα. Το σύγχρονο σχολείο ευνοεί την στείρα αποστήθιση και παρέχει γνώση ωφελιμιστικού χαρακτήρα, αφού συνδέει την αποστολή του με στόχους χρησιμοθηρικούς. Σε ένα τέτοιο σύστημα ο κακός μαθητής είναι ανεπιθύμητος, είναι όμως αυτός που είναι πραγματικά ευτυχισμένος.
                                                                                                                   [Λέξεις: 218]
Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Κυρίαρχο το γ΄ ενικό πρόσωπο για τον πρωταγωνιστή του ποιήματος (λέει, είναι, σβήνει, ζωγραφίζει) αποδίδει με αντικειμενικότητα τη συμπεριφορά του κακού μαθητή
·       Τα ρήματα βρίσκονται σε οριστική έγκλιση για να δηλώσουν κάτι το απολύτως πραγματικό και σε χρόνο ενεστώτα για να αποδοθεί η επαναληπτικότητα και η διαχρονικότητα των ενεργειών
·       Μεταφορικός λόγος στους στ. 3 και 9 με τον οποίο δηλώνονται βασικά χαρακτηριστικά του κακού μαθητή: η κυριαρχία του συναισθήματος έναντι της λογικής, το γέλιο έναντι της δυστυχίας. Χαρακτηριστική η μεταφορά στους στ. 16-17 περιγράφει με εξαιρετικά παραστατικό τρόπο την κεντρική αντίθεση του ποιήματος (ο μαυροπίνακας της δυστυχίας - το πρόσωπο της ευτυχίας), αφού ο μαθητής ταυτίζεται με την ευτυχία της φαντασίας, του ελεύθερου πνεύματος, της δημιουργικότητας, της αγάπης, των χρωμάτων
·       Επανάληψη του ρήματος λέει στην αρχή τεσσάρων διαδοχικών στίχων (στ.2,3,4,5) για να δηλωθεί με απόλυτο τρόπο η στάση του πρωταγωνιστή που έχει αποδέκτη ή συνδέεται με το ουσιαστικό που βρίσκεται στο τέλος του στίχου (κεφάλι, καρδιά, όσους αγαπάει, καθηγητή).
·       Εικόνες οπτικοκινητικές και ακουστικές (στ.2, 5-7, 9, 10-13, 14-15) που εξασφαλίζουν παραστατικότητα στην παρουσίαση του πρωταγωνιστή, καθώς και θεατρικότητα, αφού περιγράφουν εξωτερική και εσωτερική δράση
·       Κυριαρχία των ουσιαστικών ιδιαίτερα στη δεύτερη στροφή στους στ. 11-15 όπου συσσωρεύονται όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη στείρα γνώση και τα πρόσωπα που την εκπροσωπούν
·       Απουσία τόσο επιθέτων όσο και ρημάτων ειδικά στη δεύτερη στροφή που έχει μόνον δύο ρήματα, ένα στην αρχή της και ένα στο τέλος (σβήνει και ζωγραφίζει) για να αφήσει τον αναγνώστη με την εικόνα της ευτυχίας




Αργύρης Χιόνης,  Απουσία
«Το Οριζόντιο ύψος συμπληρώνει το τρίπτυχο που ξεκίνησε με τα δύο προηγούμενα βιβλία. Και οι τρεις αυτές συλλογές αφηγημάτων, όπως και ολόκληρο το ποιητικό έργο μου, συνέχονται από μια κοινή, κεντρική ραχοκοκκαλιά, την υπαρξιακή αγωνία, και βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον θάνατο, όπως θα ήθελε και ο Octavio Paz.»
                                                     (Από συνέντευξη του Αργύρη Χιόνη στο LIFO στις 26.12.2011) 
Τη λέξη απουσία την άκουσα, για πρώτη φορά, στο σχολείο. Ο δάσκαλος έπαιρνε απουσίες, ο απουσιολόγος έπαιρνε απουσίες... Γιατί τις παίρνανε, που τις πηγαίνανε και τι τις κάνανε, ποτέ δεν κατάλαβα. Και επειδή, μικρός, ήμουν πολύ φιλάσθενος, παίρνανε συχνά και τις δικές μου απουσίες, χωρίς ωστόσο να νιώσω ποτέ ότι κάτι μου αφαιρούσαν, παίρνανε συχνά.Το ίδιο γινότανε και με τον πυρετό μου. Κάθε φορά που αρρώσταινα, μου 'λέγε η μάνα μου: "Έλα, να σου βάλω το θερμόμετρο, να σου πάρω τον πυρετό". Και μου 'βαζε το θερμόμετρο στη μασχάλη, αλλά τον πυρετό δεν μου τον έπαιρνε, γιατί ο πυρετός έμενε εκεί και μ' έψηνε, μέχρι που αποφάσιζε να φύγει από μόνος του και κά­ποιον άλλονε να βρει για να παιδέψει. Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα με τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν κυριολεκτικά, που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει τη μεταφορική χρήση τους· δεν ήμουν ακόμη ποιητής.
Αυτό συνέβη λίγο αργότερα. Θέλω να πω, άρχισα να γίνομαι ποιητής, όταν, με τη βοήθεια του νονού μου, έμαθα ότι η απουσία είναι πουλί. Ο νονός μου, ένας γλυκός, διαβασμένος και ευφάνταστος άνθρωπος, ζούσε, με τη γυναίκα του, σε μια μεγάλη μονοκατοικία με εξίσου μεγάλο κήπο. Ακριβώς δίπλα (ένας ψηλός μαντρότοιχος ήταν το όριο), βρισκότανε η λαϊκή αυλή όπου εμείς, τέσσερα άτομα, καταλαμβάναμε, με ταπεινό νοίκι, ένα μόνο δωμάτιο χωρίς κανένα βοηθητικό χώρο. Επειδή ο νονός μου, ενώ είχε μεγάλο σπίτι και μεγάλη καρδιά, δεν είχε παιδιά, αποφάσισε να αγαπάει εμένα σαν παιδί του. Μόλις, λοιπόν, γύριζε σπίτι απ' τη δουλειά (βιβλιοπώλης ήτανε), έβγαινε στον κήπο και ξερόβηχε. Αυτό ήταν το σύνθημα μας, ο μυστικός μας κώδικας, που σήμαινε "έφτασα μόλις, έλα!" κι εγώ προσέτρεχα αμέσως, γιατί όσο μ' αγαπούσε  εκείνος, άλλο τόσο κι εγώ τον αγαπούσα.Η αστική αυτή κατοικία, πλάι στη δική μας μίζερη αυλή, ήταν για μένα ένας κόσμος μαγικός, βγαλμένος κατευθείαν από τα παραμύθια. [...]
Σε μια γωνιά του μεγάλου σαλονιού (υπήρχε και μικρότερο για τις σύντομες ή αδιάφορες επισκέψεις) στεκόταν, πάνω σε βάθρο ξύλινο με τέχνη σκαλισμένο, έν' αδειανό κλουβί τόσο όμορφα φτιαγμένο, που επιθυμούσες να μικρύνεις, σαν καναρίνι ελάχιστος να γίνεις, μόνο και μόνο για να κατοικήσεις μέσα του. Αργότερα, πολύ αρ­γότερα, φωτογραφίες όταν πρωτοείδα του Τάτζ Μαχάλ, κατάλαβα πως ήτανε πιστό συρμάτινο αντίγραφο αυτού του διάσημου τεμένους. Τότε, ωστόσο, το μόνο που παίδευε την παιδική μου σκέψη ήταν γιατί ένα τόσο όμορφο κλουβί έμενε άδειο. Ρώτησα λοιπόν, μια μέρα, τον νονό μου: "Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;".
"Έχει και παραέχει, μόνο που δεν το βλέ­πεις", μου αποκρίθηκε.
 "Και πώς το λένε;" επέμεινα εγώ.
"Το λένε Απουσία", μου είπε.
"Και γιατί δεν κελαηδά;"
 "Γιατί η απουσία εκτός από αόρατη είναι και βουβή· φωνή δεν έχει".
Αν και χαμογελούσε, λέγοντας μου αυτά τα λόγια, τα μάτια του δεν συμμετείχαν στο χαμόγελο· υπήρχε κάτι σκοτεινό μέσα τους, που μ' έκανε να σωπάσω, μολονότι είχα ακόμη πολλές απορίες σχετικά μ' αυτό το περίεργο πουλί.
Λίγο μετά τη συμπλήρωση των δεκατεσσάρων μου χρόνων και πριν προλάβω να του δείξω τα ποιήματα που είχα αρχίσει να γράφω, ο νονός μου πέθανε. Ήταν ο πρώτος μου νεκρός, κι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την καρδιά μου σαν συρμάτινο Τάτζ Μαχάλ, κατοικημένη απ' το αόρατο βουβό πουλί, την Απουσία.[...]
Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ' ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι' αυτό και σ' όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν' αδειανό κλουβί γι' αυτήν.
(από τη συλλογή διηγημάτων του Αργύρη Χιόνη "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες", Εκδόσεις Κίχλη Kichli Publishing, 2008 )

Ερώτημα
Το βασικό θέμα που περιγράφει στο κείμενό του ο Αργύρης Χιόνης είναι η απουσία. Με ποιο τρόπο την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας – αφηγητής; Συμφωνείτε με το συμπέρασμά του στο επιμύθιο; (150-200 λέξεις)
Προτεινόμενη απάντηση
Στην αυτοδιηγητική του αφήγηση ο πρωταγωνιστής συγγραφέας περιγράφει «διαχρονικά» τον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκε την έννοια της απουσίας. Ως μαθητής κατανοούσε τον όρο κυριολεκτικά. Οι σχολικές απουσίες και το ρήμα παίρνω που τις συνόδευε όπως και τη λέξη πυρετός του δημιουργούσαν σύγχυση, καθώς αδυνατούσε να συλλάβει τον συνδυασμό τους (αν και δεν κατανοεί τον μεταφορικό λόγο, χρησιμοποιεί μεταφορά για να περιγράψει την αδυναμία του : παίρνανε συχνά..., αποφάσιζε να φύγει... για να παιδέψει). Λίγο αργότερα μαθαίνει με τη βοήθεια του νονού του ότι η Απουσία (με Α κεφαλαίο)  είναι πουλί αόρατο και βουβό. Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ τους για το περίεργο πουλί. Ο θάνατος του αγαπημένου του προσώπου κάνει τον αφηγητή να συνειδητοποιήσει οριστικά την έννοια της απουσίας ως απώλειας. Χρόνια αργότερα έχοντας αποκτήσει και την ιδιότητα του ποιητή θα αντιληφθεί ότι η απουσία είναι ένα άγριο θηρίο (μεταφορά) που δεν εξημερώνεται ούτε περιορίζεται σε ένα κλουβί, γιατί συνδέεται με όλες τις απώλειές μας που γίνονται αναμνήσεις. Σα να πρόκειται για παραμύθι ο συγγραφέας – αφηγητής μας μεταφέρει το μήνυμά του στο επιμύθιο. Κατά τη γνώμη μου, η απουσία σε όλες της τις μορφές παραμένει ασύλληπτη για τον ανθρώπινο νου, γιατί δεν μπορεί να ερμηνευθεί ούτε να ελεγχθεί από κανέναν φυσικό ή ανθρώπινο νόμο παρόλες τις προσπάθειες που καταβάλλονται. Το ερώτημα περί ζωής και θανάτου θα παραμένει πάντα ένα μυστήριο.
                                                                                                                     [Λέξεις: 220]

Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Οι διαφορετικές σκηνές που περιγράφονται συνιστούν αναδρομές των οποίων η παρουσία είναι απαραίτητη για να κατανοήσουμε την εξέλιξη της έννοιας απουσία για τον πρωταγωνιστή (το σχολείο, ο πυρετός, ο νονός, α απώλεια)
·       Χρησιμοποιούνται διαδοχικές εικόνες – σκηνές με συμμετοχή διαφορετικών προσώπων που πλαισιώνουν τον ίδιο πάντα πρωταγωνιστή (ο δάσκαλος, ο απουσιολόγος, ο νονός, η γυναίκα του, η υπόλοιπη οικογένεια του πρωταγωνιστή), αλλά και αλλαγή τόπου (το σχολείο, το σπίτι, η αυλή, το σπίτι του νονού) εξασφαλίζοντας στο κείμενο έντονη θεατρικότητα
·       Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τον διάλογο συμπληρώνει ως αφηγηματικός τρόπος και η περιγραφή (του σπιτιού του ήρωα και εκείνου του νονού) που, αν και επιβραδύνει την αφήγηση, ταυτόχρονα βοηθά τον αναγνώστη να σχηματίσει τις εικόνες στο μυαλό του εντείνοντας την αγωνία του
·       Επιπλέον παρεμβάλλονται προσωπικά σχόλια του αφηγητή που φανερώνουν την υποκειμενική του στάση (Είχα, όπως καταλαβαίνετε, ένα πρόβλημα ... άλλα εννοούσαν. Δεν είχα ακόμη μάθει ... ακόμη ποιητής, Επειδή ο νονός μου ... να αγαπάει εμένα σαν παιδί του, Αν και χαμογελούσε, ... στο χαμόγελο· υπήρχε κάτι σκοτεινό μέσα τους)
·       Χρήση παρελθοντικών χρόνων, κυρίως παρατατικού για τις αναδρομές προκειμένου να δηλωθεί διάρκεια. Ο ενεστώτας βρίσκεται φυσικά στον διάλογο και στο επιμύθιο που λειτουργεί ως το μήνυμα του κειμένου με τον αποφθεγματικό του χαρακτήρα



Κική Δημουλά, Σα να διάλεξες
[…] Είναι δύσκολο να γράψεις για την ποίηση της Κικής Δημουλά, διότι είναι ποίηση άνευ αντικειμένου. Κυριολεκτώ. Η ποίηση της Κικής Δημουλά είναι άνευ αντικειμένου, αφού αντικείμενό της είναι το μηδέν. Για να είμαι περισσότερο σαφής: όχι ακριβώς το μηδέν (τι να γράψει κανείς γι’ αυτό) όσο η παρουσία του στη ζωή μας, η σχέση μας μαζί του. Το μοναδικό θέμα της Δημουλά είναι το σταδιακό ή αιφνίδιο πέρασμα από το ον στο μη ον. Το πέρασμα που ονομάζεται χρόνος, φθορά ή θάνατος.                                                                   Νίκος Δήμου
Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια,                  
να δω την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.

Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων                                  5
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Ακούω εκει τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα                                                   10
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.

Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά                                    15
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Ενώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Ασήκωτες κι αυτές.                                                                                        20
Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

Το πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια.
                                           ( Από τη συλλογή Η εφηβεία της λήθης, Στιγμή, 1994)


Ερώτημα
Να διατυπώσετε το ερμηνευτικό σας σχόλιο για το ποίημα τεκμηριώνοντας την άποψή σας με αναφορές στο κείμενο.(150-200 λέξεις)

Προτεινόμενη απάντηση
Το ποίημα περιγράφει κάπως παράδοξα μια βόλτα σε λαϊκή αγορά που καταλήγει σε φιλοσοφικό προβληματισμό για τις επιλογές μας και την ευθύνη που τις συνοδεύει. Συνεπής στην ποιητική πρακτική της η Δημουλά αξιοποιεί σκηνές της καθημερινότητας με τρόπο συμβολικό. Με έναν λόγο έντονα εικονοπλαστικό περιγράφει εικόνες απλές, σχεδόν αντιποιητικές εστιάζοντας σε αντικείμενα που αποκτούν ζωή και φωνή για να δηλώσουν τη φθοροποιό δύναμη του χρόνου. Έτσι τα περιβόλια είναι αποκεφαλισμένα (στ.2), η ευωδιαστή ρίγανη σκλαβώνεται σε ματσάκια (στ.3-4), το πράσινο υπάρχει σε αφθονία λόγω της πτώσης των τιμών που σημαίνει και χαμηλές αξιώσεις από τη ζωή (στ.5-7: η ευτέλεια των τιμών δηλώνεται με τέσσερα ασύνδετα μεταξύ τους ουσιαστικά), οι κομμένοι καρποί των δέντρων γίνονται θαρραλέοι ρήτορες (στ.8-10), η σιωπή αναρρώνει και γίνεται φωνή (στ.11-13). Οι προσωποποιήσεις και οι παράδοξοι συνδυασμοί λέξεων που σπάνια συνοδεύονται από επίθετα, η γλώσσα της καθημερινότητας όπου κυριαρχεί το α΄ ενικό πρόσωπο και η εξομολογητική διάθεση, ο μελαγχολικός κι απαισιόδοξος τόνος των εικόνων προετοιμάζουν την επόμενη κίνηση. Η ποιήτρια αρνείται να προχωρήσει σε επιλογές που θα την φορτώσουν με ευθύνες ή αγωνία, προτιμά το τυχαίο. Ακόμη και τότε όμως οι συνέπειες σε κάνουν να αισθάνεσαι σα να διάλεξες. Σε όλη μας τη ζωή αυταπατώμαστε ότι είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε. Στο τέλος έρχεται η μεγαλύτερη πραγματικότητα, ο θάνατος που ακυρώνει αυτή την ελευθερία  (στ.22-23, μετωνυμία: χώμα  =  θάνατος).
                                                                                                                    [Λέξεις: 220]

Εναλλακτικοί κειμενικοί δείκτες
·       Ο τίτλος (σε άγνωστο β΄ενικό πρόσωπο) που επαναλαμβάνεται στον στ.21 αιφνιδιάζει με την παραβολική διατύπωσή του και γίνεται κατανοητός μόνο μετά την ανάγνωση του ποιήματος
·       Προφορικότητα που προδίδεται από εκφράσεις (όπως: παίρνει να ροδίζει, σε γονατίζουν οι συνέπειες, τι πούπουλο, δεν έχει, με κλειστά τα μάτια) κι ενισχύουν το απλό και λιτό ύφος
·       Σκόπιμες ασυνταξίες και γραμματικά ατοπήματα (μιας μέσα βουβαμάρας, Διαλέγεις και μετά πώς το σηκώνεις, Ενώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο), γνωρίσματα της ποιητικής ιδιολέκτου της ποιήτριας
·       Μικρός, κοφτός λόγος με προτάσεις από όπου συχνά απουσιάζει το ρήμα για να δοθεί έμφαση στα ουσιαστικά (το βάρος, η εκλογή, οι συνέπειες, το χώμα, η εξοικείωση) που συνθέτουν βασικό νοηματικό άξονα
·       Η νοηματική συνάφεια των δύο πρώτων με τις δύο τελευταίες στροφές με τρόπο που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη (οι πρώτες λειτουργούν ως αφόρμηση για τις σκέψεις που διατυπώνει το ποιητικό υποκείμενο και το συγκεκριμένο που είναι προϊόν των αισθήσεων γίνεται αφηρημένο προϊόν του πνεύματος)
·       Ενεργοποίηση όλων των αισθήσεων στις πολύχρωμες εικόνες των δύο πρώτων στροφών (συναισθησία στον στ. 3 να δω την ευωδιά) και αντιθέσεις που κάνουν τις εικόνες ακόμη πιο πληθωρικές (θαρρετά εκφράζονται - κομμένη γλώσσα, ρήτορες – βουβαμάρας, ροδίζει – κιτρινιάρικες) αλλά και στις δύο επόμενες στροφές (ευκολία – πρόβλημα, σηκώνεις – ασήκωτο, η εκλογή – το έτυχε, στην αρχή – μετά) που περιγράφουν το δίλημμα
·       Χαρακτηριστική η χρήση της τροπικότητας στο ποίημα με εγκλίσεις που εναλλάσσονται. Στις πρώτες στροφές η βεβαιότητα της οριστικής περιγράφεται με τύπους όπως πάω, πέφτουν, βρίσκεις, ακούω, εκφράζονται, παίρνει, διαλέγεις, σηκώνεις, γονατίζουν που διακόπτονται από τύπους όπως να κάνω, να δω, να ροδίζει, να ψωνίσω που δηλώνουν πρόθεση, τους διαδέχονται τύποι της πιθανότητας ή δυνατότητας (σα να διάλεξες, το πολύ να αγοράσω) για να πάρει τη σκυτάλη τελευταία η προστακτική που επιτάσσει τη λήψη απόφασης (διάλεξε).

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου