Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Τα φυλετικά στερεότυπα στα παραμύθια, Η Πεντάμορφη και το Τέρας, της Τσορμπατζούδη Στέλλας

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ
1)      Τι είδους γυναικεία στερεότυπα προβάλλονται μέσα από το συγκεκριμένο παραμύθι;

     Στο παραμύθι «η πεντάμορφη και το τέρας» η πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι  η Μπέλ, μια πολύ όμορφη κοπέλα που ζει μαζί με τον πατέρα της σε ένα μικρό χωριό.  Ο χαρακτήρας της Μπέλ, όπως και σε όλα τα παραμύθια, μας θυμίζει το γυναικείο στερεότυπο της κοπέλας-πριγκίπισσας.


     Έτσι και σε αυτό το παραμύθι η πρωταγωνίστρια είναι μια νέα και όμορφη κοπέλα που είναι κλειστή στον εαυτό της σύμφωνα με τα πρότυπα εκείνης της εποχής. Ακόμα, είναι πολύ ντροπαλή και αποφεύγει το φλέρτ των συνομηλίκων της με έξυπνο τρόπο καθώς είναι αφοσιωμένη στην οικογένεια και το σπίτι της. Με αυτόν τον τρόπο επίσης δείχνει τις αρχές, το ήθος της, το σεβασμό και την υποστήριξη στην οικογένειά της, αφού φαίνεται πως τότε και ειδικά για τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να σταθούν αυτόνομες η οικογένεια ήταν το μέσο εκμάθησης όσων αφορούν το νοικοκυριό ακόμα και την μόρφωση. Επιπρόσθετα, φαίνεται διακριτική και ευγενική και δεν αντιδρά σε όσα της λένε για τον πατέρα της που τον θεωρούσαν τρελό εφευρέτη. Επιπλέον, είναι ρομαντική και ονειροπόλα επειδή αγαπά να διαβάζει βιβλία και κυρίως ρομαντικές ιστορίες που ήταν οι αγαπημένες της (πρότυπο κοπέλας-πριγκίπισσας). Εκτός από αυτά, η Μπέλ είναι ευαίσθητη και αυτό φαίνεται μέσα από τη σχέση της με τα ζώα καθώς επίσης καλόψυχη και συμπονετική αφού δεν άφησε το τέρας αβοήθητο αλλά το φρόντισε με στοργή. Αξίζει να σημειώσουμε όμως πως ο χαρακτήρας αυτός δεν ήταν παθητικός δέκτης των όσων γίνονταν αλλά μπορούσε να πάρει και αυτό αποφάσεις που αφορούσαν το καλό της ίδιας και της οικογένειάς της.

2)      Αν οι πρωταγωνιστές ήταν άντρες πώς θα ήταν αυτά τα παραμύθια; Συγκρίνετε με σύγχρονα παραμύθια.
            Στα συγκεκριμένα παραμύθια πρωταγωνιστούν κυρίως γυναίκες γι αυτό και τα παραμύθια αναφέρονται σε κορίτσια. Αν οι πρωταγωνιστές ήταν άντρες, τα παραμύθια δεν θα είχαν τόσο έντονο το ρομαντικό στοιχείο τη πριγκίπισσας που περιμένει τον πρίγκιπα. Αντίθετα, μπορεί να ήταν πιο σκληρά με μονομαχίες, ιπποτικές μάχες, εκστρατείες και γενικότερα μεγαλύτερη προβολή του προτύπου του γενναίου, γυμνασμένου και όμορφου άνδρα που νικά στις μάχες και στην καρδιά της καλής του, δείχνοντας και την ικανότητά του στην κατάκτηση του άλλου φύλου.

3)      Ξαναγράψτε τα παραμύθια κάνοντας τις πρωταγωνίστριες άσχημες, χοντρές, και αντιπαθητικές και τον άντρα-ήρωα ακριβώς το αντίθετο.

    Μια φορά και έναν καιρό, μια νεαρή πριγκίπισσα ζούσε σε ένα λαμπερό κάστρο. Η νεαρή κοπέλα λεγόταν Μπέλ και ήταν πολύ όμορφη. Παρόλα αυτά, η Μπέλ σαν κακομαθημένο πριγκιπόπουλο που ήταν, έκανε πολύ συχνά χορούς στο όμορφο παλάτι της και καλούσε πολλούς ανθρώπους της ίδιας τάξης με αυτή. Έτσι, έχοντας την ομορφιά και την νεότητα είχε πολλούς συντρόφους πρίγκιπες προσπαθώντας να περάσει τον καιρό της και να ¨χαρεί¨ με αυτόν τον τρόπο τα νιάτα της. Μια παγερή νύχτα, ήρθε μια γριά ζητιάνα και της πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο με αντάλλαγμα να της δοθεί καταφύγιο από το κρύο. Η Μπέλ όμως ήταν πολύ αδιάκριτη και ανώριμη που βλέποντας την ασχήμια της γριάς, την έδιωξε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ξαφνικά, εκείνη μεταμορφώθηκε σε πανέμορφη γόησσα.
     Για να τιμωρήσει την πριγκίπισσα την μεταμόρφωσε, κάνοντάς την κοντή, χοντρή, και κακάσχημη. Με αυτόν τον τρόπο η μάγισσα ήθελε να κάνει την Μπέλ να αναλογιστεί και να αναθεωρήσει τον τρόπο που σκεφτόταν και αντιδρούσε και να της δώσει το μάθημα πως δεν πρέπει να κρίνουμε κάποιον από την εξωτερική του εμφάνιση αλλά από τον χαρακτήρα του και την καρδιά του.
     Στη συνέχεια, η μάγισσα της έδωσε έναν μαγικό καθρέφτη και το μαγεμένο  τριαντάφυλλο, λέγοντάς της ότι θα ανθίσει μέχρι να γίνει 21 χρονών. Για να λυθούν τα μάγια, πρέπει να αγαπήσει με όλη της την καρδιά κάποιον και να τον κάνει να την αγαπήσει και αυτός πριν πέσει και το τελευταίο του πέταλο.
     Εκεί κοντά, σε ένα χωριουδάκι, ένας όμορφος νεαρός που λεγόταν Πέδρο, διέσχιζε την πόλη και σφύριζε. Χαιρέτισε τους συγχωριανούς του και τελικά κατευθύνθηκε προς την αρχή του δάσους που συναντούσε την καπέλα του, την Άγκουστ, κρυφά. Η κοπέλα του Πέδρο ήταν πολύ όμορφη και είχε καλή καρδιά! Με τον Πέδρο σχεδίαζαν να παντρευτούν, μιας και που και οι δυο τους ήταν φτωχοί και αγαπούσε τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, αν και οι γονείς τους διαφωνούσαν και γι αυτό οι δύο νέοι βρίσκονταν κρυφά. Αλλά μια μέρα, καθώς η Άγκουστ είχε ξεκινήσει να πηγαίνει στην πόλη να πουλήσει κάποια σκεύη που έφτιαχνε, στο γυρισμό χάθηκε και της επιτέθηκαν οι λύκοι. Δυστυχώς, έτσι, η κοπέλα του Πέδρο πέθανε και αυτός ήταν αναγκασμένος πλέον να το ξεπεράσει και να βρει μια άλλη κοπέλα για να παντρευτεί και να τον αγαπά όσο και αυτή. Εντούτοις, ο Πέδρο δυσκολεύονταν να βρει άλλη κοπέλα που να της μοιάζει και να την αγαπήσει το ίδιο. Γι αυτό πήγαινε στα μέρη που βρίσκονταν παλιά και αναπολούσε τις μέρες που ήταν μαζί καθώς επίσης μιλούσε με τον φίλο του τον Γκαστόν που γνώριζε όλη την ιστορία και ήταν πιστός του φίλος από όταν ήταν μικρά παιδιά. Στο γυρισμό για το σπίτι του είδε της αδερφές Γκέλτον, την Μερσίτα, την Λάξια και άλλες κοπέλες που κυνηγούν τον Πέδρο και θέλουν να τον παντρευτούν. Ωστόσο, αυτός δεν νοιάζεται γι’ αυτές τις κοπέλες γιατί ξέρει πως δεν είναι αυτό που ψάχνει. Στο δρόμο, οι συγχωριανοί του τον κοιτούσαν και μιλούσαν γι’ αυτόν. Όλοι πίστευαν πως μετά τον χαμό της Άγκουστ φέρονταν πολύ παράξενα και είχε κλειστή στον εαυτό του αλλά ο ίδιος δεν ασχολούνταν με το τι λένε οι άλλοι. 
     Την επόμενη μέρα, ήταν η σειρά του να πάει στην πόλη να πουλήσει την πραμάτεια του πατέρα του, γιατί ο ίδιος ήταν άρρωστος. Φόρτωσε το άλογό τους, το Φίλιπ, και ξεκίνησε για την πόλη. Εκεί, πούλησε όλη την πραμάτεια του αφού μόλις τον έβλεπαν οι γυναίκες τον ερωτεύονταν και για να τον προσεγγίσουν αγόραζαν κάτι από τον πάγκο του. Όταν τελείωσε και το τελευταίο του πράγμα ήταν ήδη πολύ αργά. Έπεσε η νύχτα και δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στο σπίτι, έχοντας και την τραυματική εμπειρία με την κοπέλα του και τους λύκους. Δεν φοβόταν απλά ήθελε να πάει τα χρήματα που έβγαλε εκείνη τη μέρα στους δικούς του γιατί τα είχαν πραγματικά ανάγκη. Έτσι έκατσε σε μια γωνιά του δρόμου, σε ένα πεζουλάκι. Παρατήρησε πως κανένας άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε τη νύχτα. Έτσι, αφού δεν είχε κάτι να παρατηρήσει σκέφτηκε την αγαπημένη του στους ουρανούς. Ξαφνικά, η ανάμνησή της ήρθε τόσο έντονα στο μυαλό του που δάκρυσε και έσκυψε του κεφάλι του.
     Εκείνη τη στιγμή, είδε μια μαυροφορεμένη γυναίκα να περπατά στον δρόμο και να έχει μια μεγάλη κουκούλα που να καλύπτει το πρόσωπό της και να μην φαίνεται. Ήταν η Μπέλ και κάθε βράδυ πήγαινε στην πόλη και περπατούσε μήπως βρει έτσι τον έρωτά της. Δεν μπορούσε να πάει όμως το πρωί γιατί θα φαινόταν περισσότερο η ασχήμια της. Γι’ αυτόν τον λόγο κυκλοφορούσε το βράδυ μα δεν έβλεπε κανέναν. Τις πρώτες μέρες που άρχισε να έρχεται οι κάτοικοι της πόλης την είχαν αντιληφθεί και από την ασχήμια της κανένας δεν μπορούσε να την πλησιάσει, να της μιλήσει γιατί την φοβόντουσαν και γι’ αυτό το βράδυ όλη η πόλη κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους.  
    Σε αντίθεση με το υπόλοιπο χωριό δεν πανικοβλήθηκε αλλά σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να την σταματήσει και να της ζητήσει αν μπορούσε να τον πάρει στο σπίτι της για αυτό το κρύο και υγρό βράδυ. Καθώς πλησίαζε η γυναίκα ο Πέδρο σηκώθηκε και σίμωσε στην γυναίκα. « Συγγνώμη καλή μου κυρία… Με λένε Πέδρο. Ήρθα από το πρωί στην όμορφη πόλη σας για να πουλήσω την πραμάτεια μου… Όμως, όταν τελείωσα ήταν πλέον αργά και δεν μπορούσα να γυρίσω στο σπίτι μου γιατί είναι έξω από την πόλη και πρέπει να διασχίσω το δάσος για να φτάσω εκεί…» Τότε η Μπέλ έβγαλε την κουκούλα της και ο Πέδρο είδε το πρόσωπό της. Μα δεν αντέδρασε και συνέχισε να της μιλά. «… θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να μου παρέχετε στέγη αυτό το κρύο βράδυ…» Η Μπέλ τότε τον κοιτά στα όμορφα πράσινα μάτια του και δεν μιλά… « Συγγνώμη καλή μου κυρία… γιατί δεν μου μιλάτε;» Αυτή κοντοστάθηκε για λίγο. Πρώτη φορά βλέπει κάποιος την ασχήμια της και δεν αντιδρά. Άρχισε να σκέφτεται παράξενα: «Θα αφήσεις έναν ξένο να μπει στο παλάτι σου; Στο κάτω-κάτω θα έχει κακό σκοπό…» Μετά του ύψωσε την φωνή και του απάντησε: «Μην μου μιλάς… τράβα στο σπιτάκι σου… δεν θα πιαστώ κορόιδο με αυτά που μου λες… στρίβε… δίνε του..» και συνέχισε τον δρόμο της… Όταν απομακρύνθηκε λίγα μέτρα σκέφτηκε τα λόγια της μάγισσα και το περιστατικό εκείνης της ημέρας που ήταν παρόμοιο με το σημερινό. Έτσι σκέφτηκε πως μπορούσε να είναι ακόμη και αυτός ο νέος που θα ερωτεύονταν και γύρισε πίσω το κεφάλι της φωνάζοντας: « εϊ ψιτ… εσύ!» Ο Πέδρο που είχε γυρίσει την πλάτη του κάνει γρήγορη αναστροφή προς την Μπέλ. « Ναι εσένα λέω…» και άρχισε να τον πλησιάζει γυρνώντας πάλι πίσω. « Μπορείς να έρθεις». Αμέσως τα μάτια του Πέδρο έλαμψαν, πήρε την Μπέλ με το άλογό του και αυτή τον οδήγησε στο κάστρο της. Η Μπέλ όλη αυτήν την ώρα ήταν επιφυλακτική και φοβόταν τι θα πει και τι θα κάνει ο άνδρας.  
     Μόλις έφτασαν μπροστά σε μια βαριά και πανύψηλη πύλη, η Μπέλ είπε: «Εδώ είμαστε…» και κατέβηκε από το άλογο για να ανοίξει την πόρτα και στην συνέχεια εξαφανίστηκε μέσα στο κάστρο. Ο Πέδρο με τον Φίλιπ πέρασαν αργά κοιτώντας το παλάτι με ανοιχτό το στόμα και ύστερα έκλεισαν την πύλη. Ο Πέδρο έδεσε τον Φιλίπ έξω από το παλάτι και συνέχισε μόνος του.
     Άνοιξε αργά την πόρτα και προχώρησε μέσα στο κάστρο και ψάχνοντας που εξαφανίστηκε η Μπέλ. Είχε αρχίσει να αισθάνεται πως κάτι δεν πάει καλά. « Μπέλ… Μπέλ…». « Ααα! Παρακαλώ, μεσιέ, καλωσορίσατε». Ο Πέδρο έκανε μια περιστροφή. Δεν είδε κανέναν. Μετά κοίταξε προς τα κάτω και είδε ένα ρολόι τοίχου, μια τσαγέρα, ένα κηροπήγιο και ένα φλιτζανάκι να του μιλάν και να τον κοιτάζουν χαμογελαστά. Βλέπετε η μάγισσα είχε μεταμορφώσει και όλους τους υπηρέτες της πριγκίπισσας σε διάφορα αντικείμενα. «Ελάτε από εδώ μεσιέ… Εδώ είναι η σάλα… Είστε καλεσμένος ή απρόσκλητος..» έλεγε το κηροπήγιο, ο Φουφού, κοιτώντας ένα μπλοκάκι. Ο Καπετάν Τίκι-Τάκας έσπρωξε με τη θέληση του τον Φουφού. Η Μαντάμ Τσαγερό τους είπε ψιθυριστά: «Σκεφτήκατε καθόλου ότι το αγόρι αυτό θα μπορούσε να λύσει τα μάγια;» Ο Πέδρο καθισμένος σε μια καρέκλα πετάγεται και λέει: «Μάγια..; Τι μάγια…; Ποιά μάγια…;» Ο Φουφού τον ξανακάθισε στην καρέκλα και είπε: «Οοολα λα.. Μα πώς το ξέχασα αυτό;».
     Έπειτα, εμφανίστηκε ξαφνικά η Μπέλ, ντυμένη, πλυμένη και φρεσκολουσμένη με ένα ωραίο φόρεμα. Ο Πέδρο μόλις την είδε έμεινε έκπληκτος. Η Μπέλ του είπε: «Αν θέλεις μπορείς να δειπνήσεις μαζί μου, αλλιώς ο Φουφού θα σου δείξει το δωμάτιό σου που μπορείς να ξεκουραστείς». Αυτός της είπε πως ήταν πολύ όμορφη και πως θα ήθελε πολύ να δειπνήσει μαζί της. Έκατσαν λοιπόν στο τραπέζι που ήταν πολύ μακρύ με πολλές θέσεις δεξιά και αριστερά. Δείπνησαν, γέλασαν, γνωρίστηκαν καλύτερα και μετά ο καθένας πήγε στο δωμάτιό του. Πριν χωριστούν οι δρόμοι τους στους διαδρόμους η Μπέλ του είπε: «Πέρασα πολύ όμορφα σήμερα μαζί σου και έχω να περάσω πολύ καιρό έτσι. Δεν θα ήθελα να χαθούμε. Να έρχεσαι από το κάστρο μου όποτε θέλεις. Θα είναι πάντα ανοιχτό για σένα. Θα σου πρότεινα αν ήθελες να έμενες εδώ αλλά καταλαβαίνω πως πρέπει να πας στη οικογένειά σου. Αύριο το πρωί μην με ψάξεις. Δεν θα είμαι εδώ. Αντίο λοιπόν, αν δεν ξανάρθεις ποτέ». O Πέδρο την ευχαρίστησε και της είπε πως θα περνά όσο πιο συχνά γίνεται. Ύστερα, έφυγαν και την άλλη μέρα το ξημέρωμα ο Πέδρο έφυγε χαιρετώντας τα αντικείμενα.
     Ο δρόμος ήταν εύκολος και όταν έφτασε σπίτι οι γονείς του είχαν ανησυχήσει. Έπεσαν επάνω του και κοιτούσαν αν είναι καλά. «Που ήσουν παιδί μου όλο το βράδυ και ανησυχήσαμε;». «Μητέρα.. Πατέρα.. είμαι καλά. Ορίστε τι σας έφερα. Πούλησα όλη την πραμάτεια σου πατέρα και έβγαλα πολλά χρήματα. Όσο για το που κοιμήθηκα… συνάντησα μια καλή κυρία στο δρόμο που με πήρε στο παλάτι της και πέρασα εκεί την νύχτα. Πάω τώρα να ξεκουραστώ και αύριο πατέρα θα ξαναπάω για να πουλήσω ότι μου δώσεις».
     Ο καιρός σιγά-σιγά περνούσε και ο πατέρας του Πέδρο χειροτέρευε. Μια μέρα πέθανε ο πατέρας του και ύστερα από λίγες εβδομάδες πέθανε και η μητέρα του από την στενοχώρια της. Επομένως ο Πέδρο έχοντας πεθάνει η οικογένειά του και η κοπέλα του και τα κουτσομπολιά του χωριού πλήθαιναν καθώς ο καιρός περνούσε ο Πέδρο αποφάσισε να πάρει λίγα πράγματα και να πάει να μείνει στη Μπέλ.
     Διέσχισε το δάσος και έφτασε στο παλάτι. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. «Μπέλ, εγώ είμαι ο Πέδρο. Είσαι εδώ; Μαντάμ Τσαγερό… Φουφού… Καπετάν Τίκι-Τάκα… Πού είστε; Συγχωρέστε με που ήρθα απρόσκλητος αλλά αν δεν σας πειράζει θα ήθελα να μείνω εδώ… μαζί σας..!!» O Πέδρο πήγε στη δυτική πτέρυγα ψάχνονταν κάποια απάντηση. Εκεί, ήταν τελείως διαφορετικά από το υπόλοιπο παλάτι. Υπήρχαν σπασμένοι καθρέφτες, σχισμένες κουρτίνες και γκριζωπά κόκαλα. Ο Πέδρο πήγε ως το τέλος του διαδρόμου αφού δεν πτοήθηκε από το θέαμα αλλά φοβήθηκε μήπως συνέβη κάτι στη Μπέλ. Όταν άνοιξε την πόρτα το μόνο που ζωντανό πράγμα που είδε ήταν ένα τριαντάφυλλο που έλαμπε κάτω από ένα γυάλινο θόλο. Ο Πέδρο παραξενεύτηκε και σήκωσε το θόλο για να αγγίξει το απαλό ροζ πέταλο. Η Μπέλ μπήκε στο δωμάτιο και άρχισε να φωνάζει: «Ποιος είσαι εσύ; Τι δουλεία έχεις μέσα στο παλάτι μου;» και τον χτύπησε με ένα βάζο στο κεφάλι.
     Ο Πέδρο έπεσε κάτω λιπόθυμος με το κεφάλι του να τρέχει αίμα. Όταν είδε το πρόσωπό του η Μπέλ τον αναγνώρισε. «Μα τι έκανα η κακούργα; Πέδρο…; Πέδρο...;» μα αυτός δεν ξυπνούσε. Έτρεξε γρήγορα να φέρει πάγο και ότι άλλο χρειαζόταν για να περιποιηθεί της πληγές του. Για δέκα μέρες ήταν αναίσθητος. Η Μπέλ αν και τον φρόντιζε μετά από τόσο καιρό είχε απογοητευτεί και δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της γι’ αυτό που έκανε σε έναν άνθρωπου που από την πρώτη στιγμή που τον είδε τον αγάπησε. Ο Πέδρο της φέρθηκε καλύτερα από όλους τους ανθρώπους που την είδαν σε αυτήν την κατάσταση και την αγάπησε και αυτός. Μα με τα προβλήματα της οικογένειάς του δεν μπόρεσε να της το δείξει πιο μπροστά. Τώρα πλέον ήταν σε κώμα και δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσει. Η Μπέλ τη δέκατη μέρα πήγε στο κρεβάτι του και του μιλούσε εκφράζοντας τα βαθιά της αισθήματα για ‘κείνον. «Πέδρο, δεν ξέρω τι άλλο ν κάνω… Σ’ αγαπώ! Γίνε καλά κι ας πεθάνω εγώ». Εκείνη τη στιγμή το τελευταίο πέταλο του τριαντάφυλλου έπεφτε και ο καλός της δεν είχε τις αισθήσεις του που σήμαινε πως η Μπέλ θα έμενε πάντα χοντρή, αντιπαθητική και άσχημη και οι υπηρέτες τα αντικείμενα που τους είχε μεταμορφώσει η μάγισσα. Συγχρόνως με το πέσιμο του τελευταίου πετάλου η Μπέλ έσκυψε και φίλησε τον Πέδρο, ο οποίος εκείνη την ώρα άνοιξε τα μάτια του. Το δωμάτιο άρχισε να λαμπιρίζει και η Μπέλ είδε έκπληκτη το σώμα της να αλλάζει και να μεταμορφώνεται στην κατάσταση που ήταν όταν έγιναν τα μάγια, δηλαδή δεκαπέντε χρονών. Τώρα πλέον είχε μεγαλώσει αλλά ανέκτησε την ομορφιά της και το σώμα της.
     «Μπέλ, τι κάνεις; Τι συμβαίνει; Τι έπαθα;» η Μπέλ χαρούμενη κατάλαβε πως ο Πέδρο την αγαπούσε και τον αγκάλιασε. « Τώρα πια, έμαθα τι σημαίνει αληθινή αγάπη». O Πέδρο της χαμογέλασε, σηκώθηκε από το κρεβάτι και χόρεψαν όλοι με χαρά.
     Την ίδια μέρα η Μπέλ πραγματοποίησε ένα χορό με όλους τους φίλους της και παντρεύτηκε τον Πέδρο.
     Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.                        




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου